10 Αγαπημένες Κινηματογραφικές Εμπειρίες του 2024 – Ranked
Όπου γράφω ελληνικά… sort of.
Έχω να το λέω ότι το 2024 ήταν η χρονιά που έγινα σινεφίλ. Ίσως το μοναδικό new year’s resolution που πήγε 100% καλά, αν και για να είμαι ειλικρινής, ο στόχος τέθηκε κάπου στη μέση του ‘23 — βρήκα προχθές το review μου στο Letterboxd από το Jeanne Dielman (1975), το πάνω-από-τρίωρο, ανυπόφορο αριστούργημα της Chantal Akerman, το οποίο είδα εκείνο τον Ιούλιο μια κι έξω σε θερινό και έγραψα ότι σόκαρε το attention span μου προς ολικό reset. Λίγο ο απώτερος σκοπός σταδιακής θεραπείας της διάσπασης προσοχής, λοιπόν, λίγο η διάθεση να ξεκλειδώσω πια τη γλώσσα του σινεμά, λίγο η φιλοδοξία του να φύγω από αυτόν τον κόσμο έχοντας γνωρίσει όσο περισσότερους άλλους μπορώ, με έκαναν να αφοσιωθώ πιο αποφασιστικά σε αυτό το έργο χωρίς τέλος.
Ιδού τα αποτελέσματα: 300 ώρες, ή αλλιώς, 12.5 μέρες ταινιών μου λέει η προαναφερθείσα πλατφόρμα ότι πέρασα πέρυσι. Και ενώ οι περισσότερες από αυτές έλαβαν χώρα στην άνεση του σαλονιού μου, τα σινεμά είχαν την τιμή να με δουν αρκετά. Αφορμή να θυμηθώ τα ελληνικά μου κάπου εδώ, καθώς είναι λίγο Αθηναϊκή υπόθεση αυτό — εξαιρετικής σημασίας το να μοιραστώ ότι διέσχισα το κατώφλι του Δαναού διψήφιες φορές μέσα στη χρονιά και ότι προτιμώ τη μικρή αίθουσα γιατί είναι χουχουλιάρικη, τι όχι; Anyway. Δέκα αγαπημένες (όχι ταινίες, αλλά) κινηματογραφικές εμπειρίες του 2024, ranked και spoiler-free, συμπεριλαμβανομένων και καινούριων και παλιών έργων επειδή αξίζει να κουβεντιάζουμε και τις ειδικές προβολές μπας και επικοινωνηθεί στο σύμπαν ότι πρέπει να συμβαίνουν ακόμα συχνότερα. Enjoy — και σόρρυ αν δεν ξέρω λέξεις.
10. Mulholland Drive (2001) dir. David Lynch
15.01
ΔΑΝΑΟΣ 1
Ανοίγω με το Mulholland Drive όχι γιατί τυχαίνει να είναι το πρώτο screening του 2024, αλλά επειδή ειλικρινά υπάρχουν λόγοι να το θυμάμαι σε αρνητικότερο πλαίσιο σε σχέση με τις υπόλοιπες επιλογές αυτής της λίστας. Για καλό και για κακό, όμως, μπαίνει στη μέση η αλλοπρόσαλλη φύση του Lynch και εκ των υστέρων μεταμορφώνει τα τεχνικά glitches της προβολής στο Δαναό, που ενίοτε κρατούσαν και πάνω από λεπτό, σε κάτι που μπορεί να διαβαστεί και ως πιθανές επεμβάσεις κάποιας μεταφυσικής δύναμης η οποία επιζητά να αναμειχθεί στην εμπειρία θέασης… Ή να σε ξυπνήσει από κάποιο όνειρο; Λέω εγώ τώρα.
Αυτή ήταν η πρώτη μου θέαση μιας ταινίας που μάζευε σκόνη στο watchlist μου από όταν άρχισα να συνειδητοποιώ τι σημαίνει σινεμά. Πάλι καλά άργησε να έρθει — ως γνωστό, το έργο του Lynch δεν είναι ό,τι πιο εύπεπτο για αγύμναστους κινηματογραφικούς μύες, ακόμα και αν είδες το Twin Peaks στα 18 και βάιμπαρες φουλ. Μέρος της ενότητας Fundamentals of Cinema, ερχόμενη από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η δεύτερη ταινία της άτυπης τριλογίας “Los Angeles” του Lynch γέμισε τη μεγάλη αίθουσα του Δαναού — εικόνα που έκτοτε φέρνω στο μυαλό μου όταν οι κουβέντες περί θανάτου του σινεμά ως δραστηριότητα με πιάνουν θύμα.
Δεν υπάρχουν πολλά λόγια που μπορούν να μεταφέρουν με ακριβή τρόπο την άκρως παραισθησιογόνα εμπειρία του Mulholland Drive (παρότι αμέτρητες λέξεις έχουν γραφτεί και θα συνεχίσουν), όπου η πραγματικότητα και το όνειρο παντρεύονται σε ένα ψυχεδελικό ταξίδι στις σκοτεινές πλευρές του Hollywood με οδηγό τη διφορούμενη σχέση των δύο πρωταγωνιστριών. Αφηγηματικά αρτιότερο από το Lost Highway και σαφώς λιγότερο πειραματικό από το Inland Empire, παραμένει μία από τις πιο προσγειωμένες και προσβάσιμες στιγμές του iconic δημιουργού χωρίς να στερείται μερικών από τα πιο εκκεντρικά sequences που έχουν δοξάσει τη μεγάλη οθόνη.
9. All of Us Strangers (2023) dir. Andrew Haigh
19.02
ΔΑΝΑΟΣ 1
Δεν υπάρχει εικόνα που κρατάω στο μυαλό μου ως πιο αιχμηρή κινηματογραφική απόδοση της αστικής μοναξιάς από το πρώτο κάδρο του All of Us Strangers, με την ερυθροφώτιστη φιγούρα του Andrew Scott να ξεπροβάλλει μέσα από το μελαγχολικό μπλε του σύγχρονου Λονδίνου.
Σε έναν ερημωμένο ουρανοξύστη πρώην εργατικών κατοικιών, ο Adam του Scott — ένας σχεδόν-μεσήλικας γκέι σεναριογράφος — ζει απορροφημένος σε έναν κύκλο νοσταλγικών εκπομπών και takeout, δουλεύοντας σε ένα έργο με κύρια πηγή έμπνευσης τους σκοτωμένους δεκαετίες πριν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα γονείς του. Μαγικός ρεαλισμός και μια τυχαία συνάντηση με τον μυστηριώδη (και μοναδικό) γείτονά του Harry (Paul Mescal) επιφυλάσσουν στον ήρωα παράλληλη επανασύνδεση με το παρελθόν και με την αισθησιακή ζωή, σε μια ιστορία «φαντασμάτων» με πολλαπλή έννοια. (Έχετε ακούσει το γνωστό “Every love story is a ghost story?”)
Υπό τη σκηνοθεσία του queer δημιουργού Andrew Haigh (Looking, Weekend), το All of Us Strangers αποτελεί μία θεματικά επαυξημένη, ελεύθερη προσαρμογή του μυθιστορήματος Strangers του Taichi Yamada (1987), στην οποία το ρομαντικό πνεύμα των ‘80s διοχετεύεται μέσω του παρεμβατικά φανταστικού στοιχείου και handpicked μουσικής (Needle drops όπως το “Always on My Mind” των Pet Shop Boys και “Power Of Love” των Frankie Goes To Hollywood πλαισιώνουν τους χαρακτήρες ως παραπάνω από απλά soundtracks, εκφράζοντας ευθέως συναισθήματα και καταστάσεις που δε χρήζουν διαλόγου και μένοντας με το θεατή πέραν του τέλους της ταινίας).
Νωχελικός τόνος, ηχητικός σχεδιασμός που σφύζει από ερωτισμό, εξαιρετικές ερμηνείες από τους πολυτάλαντους Scott (Fleabag, Ripley) και Mescal (Normal People, Gladiator II) που αλληλοσυμπληρώνονται με αφοπλιστική χημεία, αλλά και από τους supporting Claire Foy και Jamie Bell — μία ιστορία οδυνηρή και ταυτόχρονα απίστευτα τρυφερή. Αν έχετε ακούσει ότι όλοι έβγαιναν από τις αίθουσες κλαίγοντας, είναι αλήθεια.
Η ταινία θα επαναπροβληθεί από το Δαναό την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου.
8. Mona Lisa (1986) dir. Neil Jordan & Babylon (1980) dir. Franco Rosso
12.10 & 13.10
ΔΑΝΑΟΣ 2
Παραλίγο double feature — παρόλα αυτά θα γκρουπάρω τις συγκεκριμένες δύο. Αφιέρωσα ένα οκτωβριανό ΣΚ σε αυτές τις back to back προβολές υπό την ίδια ενότητα των «Νυχτών Πρεμιέρας,» “This is England” — μία συλλογή ταινιών που διανύουν την κινηματογραφικά πειραματική δεκαετία του ‘80 με φόντο τη θατσερική και «ταραχώδη» Αγγλία, ρίχνοντας φως σε οπτικές γωνίες παρείσακτων, αφανών και χαμηλότερων τάξεων ηρώων καταπιασμένων με διλήμματα και δράματα έμφυτα μιας κοινωνικά ιντριγκαδόρικης, αστικής καθημερινότητας.
Η cozy μικρή αίθουσα του Δαναού ενδείκνυται για την παρεΐστικη διάθεση που συνήθως αποπνέουν τα cult films και το Mona Lisa — μία από τις πρώτες δουλειές ενός από τους πιο αψυχολόγητους σκηνοθέτες που έχουν βρεθεί στο rotation μου τον τελευταίο χρόνο — σίγουρα προσέφερε πολλές νότες συλλογικού γέλιου, αλλά και συγκίνησης στη διάρκεια του γκανγκστερικού νεονουάρ ταξιδιού του στο λονδρέζικο υπόκοσμο που συνδυάζει τρόμο, κωμωδία και ένα απολαυστικά αναπάντεχο ερωτικό twist.
Δεν μπόρεσα να μη φέρω στο μυαλό μου το αγαπημένο μου έργο του Ιρλανδού Neil Jordan. Όχι, δεν είναι το infamous Pitt-Cruise adaptation του Interview With the Vampire (1994), αλλά το οδοιπορικό ενηλικίωσης Breakfast on Pluto (2005) — ερχόμενο 13 χρόνια μετά το βραβευμένο με Oscar, επίσης Trouble-themed The Crying Game (1992) — το οποίο, με τον Cillian Murphy στο ρόλο ενός τολμηρού τρανς κοριτσιού που συναντά όλων των ειδών περιπέτειες αναζητώντας τη μητέρα του, κουβαλά στοιχεία της ίδιας cultish εσάνς. Μίας που με μαγικό τρόπο καταφέρνει να γειώνεται στην κοινωνική πραγματικότητα της εκάστοτε εποχής και να δίνει ζωή σε ιστορίες που εστιάζουν σε χαρακτήρες και διαπροσωπικές σχέσεις ως την κινητήριο δύναμη της πλοκής.
Το τελευταίο μοιράζεται και το Babylon του Franco Rosso, παρότι μακριά από κάθε τι που μπορεί να θεωρηθεί camp. Ένα αξιοθαύμαστο ντοκουμέντο της εποχής του με φινάλε που κόβει την ανάσα, αυτό το σχεδόν-ντοκιμαντέρ εισχωρεί στις κακόφημες γειτονιές του Λονδίνου και την καθημερινότητα της τζαμαϊκανής κοινότητας σε μια Brixton-Βαβυλώνα που μαστίζεται από ρατσιστικές εντάσεις και αστυνομική βία κατά την άνοδο του Θατσερισμού. Reggae, Rastafari και τα ευτράπελα που συνοδεύουν την οργάνωση ενός sound system (ενός κινούμενου, ουσιαστικά, reggae/dub club που αποτελεί τόπο συνάντησης, ακρόασης μουσικής, αλλά κυρίως communion με όλη την πνευματική σημασία) αλληλεπιδρούν υπό το ατμοσφαιρικό cinematography του πλέον-οσκαρούχου Chris Menges σε ένα κοινωνικά φορτισμένο coming-of-age story το οποίο βασίζεται εν μέρει σε πραγματικά γεγονότα βγαλμένα από τη βιογραφία του επιμελητή του εκπληκτικού soundtrack της ταινίας, reggae μουσικού Dennis Bovell.
Αξιοσημείωτο ότι ανάμεσα στα iconic ονόματα του soundtrack υπάρχουν, φυσικά, οι Aswad, γκρουπ του οποίου frontman διετέλεσε ο πρωταγωνιστής Brinsley Forde και που μπορείτε να παρακολουθήσετε σε δράση και στο ντοκιμαντέρ του Wolfgang Büld, Reggae in a Babylon (1978), διαθέσιμο στο Netflix.
7. Challengers (2024) dir. Luca Guadagnino
29.04
CINOBO ΟΠΕΡΑ 1
Και ποιος δε θα το περίμενε; Παρόλο που η προβολή υπό συζήτηση ήταν ως επί το πλείστον uneventful, το περιβόητο box office hit του γλυκού μου Luca Guadagnino είναι από τις ταινίες της λίστας που σηκώνουν θέαση σε σινεμά αδιαμφισβήτητα. Με κόνσεπτ που θα μπορούσε να συνοψιστεί στην εικόνα της Zendaya να παριστάνει τη γνωστή κίνηση αλλαγής κατεύθυνσης κεφαλιού από τον ένα παίκτη στον άλλο που συνοδεύει πάντα τους αγώνες τένις, το Challengers όχι μόνο σε βάζει μέσα στη δράση του παιχνιδιού σε όλα τα επίπεδα που αυτό συνεπάγεται, αλλά χρησιμοποιεί πρωτοφανείς κινηματογραφικές τεχνικές για να το πετύχει. (Πραγματικά, ακόμη δεν ξέρω αν υπάρχουν λόγια για τη στιγμή «POV: είσαι μπάλα του τένις.»)
Φυσικά, μιλάμε για μία ταινία στην οποία τα χτυπήματα ρακετών είναι άφθονα και ζαλίζουν, μία που εκτυλίσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ή γύρω από γήπεδα, και μία που μόνο με τένις δεν έχει να κάνει. Αν είχατε δει το self-insertive Past Lives (2023) της Celine Song — όπου οι ρομαντικές επιλογές της πρωταγωνίστριας κλονίζονται από την επανασύνδεση με έναν παιδικό φίλο — και σωστά συμπεράνει από τα συμφραζόμενα ότι ο χαρακτήρας του Arthur μάλλον αποτελεί κάποια αντιπροσώπευση του αληθινού συζύγου της, Justin Kuritzkes, τότε το γεγονός ότι ο τελευταίος κρύβεται πίσω από το σενάριο του Challengers δεν εκπλήσσει ιδιαίτερα, παρά μόνο από άποψη στυλ. Μία γυναίκα, δύο άντρες, ένα ερωτικό τρίγωνο στο οποίο οι δύο κάτω γωνίες ενώνονται, δράση υπό τον ανελέητο παλμό της techno των Reznor και Ross, ιδρώτας, απογοήτευση, γερή δόση χιούμορ, σεξουαλικότητα στα ύψη χωρίς ποτέ να μεταφράζεται σε κανονικό σεξ: τα πάντα όλα “for the love of the game.”
Πέρα από μια απόλυτη Zendaya στο ρόλο της τέως-αθλήτριας-νυν-προπονήτριας Tashi Duncan που δεν αποτυγχάνει ούτε δευτερόλεπτο να σε πείσει γιατί δύο τύποι σαν τα κρύα τα νερά θα θυσίαζαν τη φιλία και τη ζωή τους όλη για εκείνη, Mike Faist (West Side Story, The Bikeriders) και Josh O’Connor (The Crown, La Chimera) ως αλληλοσυμπληρωματικοί Art και Patrick εδραιώνονται ως χοτ ονόματα της νέας γενιάς του Hollywood. Όσο για τον Guadagnino, που δεν κάνει διάλειμμα από το grind (Queer με Daniel Craig και Drew Starkey σύντομα στα ελληνικά σινεμά), καταφέρνει για άλλη μια φορά να αποσπάσει επική χημεία από το καστ του και να εμβάλει ακόμα και το πιο βασικό πλάνο με αισθησιασμό που συνεπαίρνει.
6. Bird (2024) dir. Andrea Arnold
01.12
ΓΑΛΑΞΙΑΣ 2
Κάποιες φορές δε χρειάζεται καν να δώσεις δεύτερη σκέψη στο αν θα πας να δεις μια ταινία στο σινεμά με το που βγει. Είναι δεδομένο από τη στιγμή της ανακοίνωσης — στην προκειμένη, το tweet του Film Updates που έβαλε στην ίδια πρόταση τα ονόματα Andrea Arnold, Barry Keoghan και Fontaines D.C. Ένα teaser clip με το αγαπημένο, δυναμικό “Too Real” των τελευταίων (αν δε μου έδωσε το Industry αυτό το needle drop, το πήρα έστω εδώ) να ντύνει μια σκηνή αδρεναλίνης με τον επίσης Ιρλανδό Keoghan, in-character, να ουρλιάζει τους στίχους στους δρόμους, και ήμουν έτοιμη. Hit me, Andrea.
Για το πιο πρόσφατο feature-length εγχείρημά της, η οσκαρούχα Αγγλίδα auteur γνωστή για τα Fish Tank (2009), American Honey (2016) και Big Little Lies (2017-2025;) σε ρόλο συν-σκηνοθεσίας, επιστρέφει στη γενέτειρά της, το Kent, υιοθετώντας το pov της έφηβης Bailey (Nykiya Adams): ενός ατόμου που καλείται να φέρει βόλτα χαοτικές οικογενειακές συνθήκες, επιθυμία απόδρασης και απόρριψη, σε ένα σκληρό περιβάλλον φτώχειας και δυσχέρειας. Τα σήματα κατατεθέν της Arnold είναι όλα εδώ: sensory κινηματογραφικό στυλ με εστίαση στις λεπτομέρειες και τον υποκειμενισμό, οπτική γωνία καταπιεσμένης και παγιδευμένης νεολαίας, πρωτοεμφανιζόμενο πρόσωπο-next-door να δίνει ρεσιτάλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τρυφερότητα στην αντιξοότητα — αυτή τη φορά και με ένα δυνατό, αναζωογονητικό στοιχείο υπερρεαλισμού, στην ενσάρκωση του οποίου ο ασύγκριτος Franz Rogowski (κυριολεκτικά) απογειώνει το φιλμ.
Πέρα των outsourced μουσικών επιλογών (και την παρουσία του ίδιου του Carlos O’Connell ανάμεσα στο καστ), ξεχωρίζει το ηλεκτρονικό (προς το παρόν ακυκλοφόρητο) original score της ταινίας από τον μοναδικό Burial, αποκαλυπτόμενο σε μικροσκοπικές αλλά μαγευτικές δόσεις κατά τη διάρκειά της.
5. The Talented Mr. Ripley (1999) dir. Anthony Minghella
23.08
ΚΠΙΣΝ
Φεβρουάριος 2024 — Μία σκέψη έμεινε στο μυαλό μου αφότου είχε ολοκληρώσει την επεξεργασία του συγκλονιστικού φινάλε κατά την πρώτη μου θέαση αυτής της ταινίας: «Ρε, γιατί δεν περίμενα να τη δω καλοκαίρι;» Φυσικά, εκείνη την περίοδο, με το Saltburn (ή, αλλιώς, The Untalented Mr. Ripley) της Emerald Fennell να έχει ταράξει το ίντερνετ, το ενδιαφέρον μου για την OG ιστορία ψυχοσεξουαλικά-φορτισμένης κλοπής ταυτότητας δε θα μπορούσε να μην είναι στο peak του. Ένα τόσο οπτικά απαράμιλλο καλοκαιρινό σκηνικό, όμως, παρακαλεί να βιωθεί στην εποχή του. Αν όχι σε καρέκλα σκηνοθέτη, τότε γρασίδι και ψάθα it is.
Η αυγουστιάτικη ειδική προβολή του ΚΠΙΣΝ με βρήκε να τρέχω στη Συγγρού με ακόμη πακεταρισμένη τη βαλίτσα των διακοπών στο σπίτι και ακούγοντας Romance των προαναφερθέντων Ιρλανδών φρεσκότατο από το φούρνο. Ξέφωτο γεμάτο ψάθες, πετσέτες, μπύρες, αντικουνουπικά και άλλα γνώριμου αρώματος, βράδυ που αρχίζει να δροσίζει με τον ήλιο να έχει μόλις δύσει, ρομαντική αίσθηση που πάει πακέτο με μια από τις πολύ λίγες παρηγοριές του καλοκαιριού. Και με ζέστη, και με θορύβους τυχαίων περαστικών, και με ανεπαρκή εικόνα, και με πιάσιμο μέσης στην προκειμένη — θα υπερασπιστώ τις θερινές προβολές μέχρι τελικής πτώσεως.
Η δεύτερη προσαρμογή του ομώνυμου μυθιστορήματος της Patricia Highsmith του 1955 για τη μεγάλη οθόνη (ερχόμενη 40 χρόνια μετά το Purple Noon του 1960 με τον Alain Delon ως Tom Ripley) επιστρατεύει ίσως ένα από τα πιο προμηνυητικά star-studded καστ στην ιστορία του σινεμά: εκκολαπτόμενες Cate Blanchett και Gwyneth Paltrow, ο Philip Seymour Hoffman είδωλο, ένας either-wanna-be-with-him-or-be-him Jude Law σκαλισμένος από τους θεούς και Matt Damon σε ερμηνευτικό επίπεδο που θέτει νέο στάνταρ για έναν πολυαγαπημένο και πολυπαιγμένο αντι-ήρωα. Pulp, φόνος και φροϋντιανές αναζητήσεις στο φόντο ενός ονειρικού ιταλικού καλοκαιριού συνθέτουν ένα από τα πιο ζουμερά ψυχολογικά θρίλερ στην, για πολλούς συμπεριλαμβανομένου εμού, κορυφαία κινηματογραφική εκδοχή του.
4. Perfect Days (2023) dir. Wim Wenders
05.03
ΔΑΝΑΟΣ 1
Σήμερα που γράφω αυτό το blurb, πήρα τα αποτελέσματα του Letterboxd wrapped μου που μου είπαν ότι ο Wenders ήταν ο σκηνοθέτης που παρακολούθησα περισσότερα μέσα στο 2024. Είναι αλήθεια πως η στιγμή που αποφάσισα να τσεκάρω πια τι στο καλό συμβαίνει με το Paris, Texas (1984) το Φεβρουάριο εξελίχθηκε σε κανονικότατο love affair, που σχεδόν ένα χρόνο μετά με έχει να αποκαλώ τον Γερμανό δημιουργό ίσως και τον αγαπημένο μου διαχρονικό auteur. (Πήγα στο μουσείο κινηματογράφου του Βερολίνου μόνο και μόνο για να αντικρίσω τα artefacts του Wings of Desire. Για να καταλάβετε.)
Η πιο πρόσφατη ταινία του ήρθε μόλις δεύτερη για μένα στη λίστα θέασης του έργου του (ακόμη work in progress), παρουσιάζοντας μια εντελώς διαφορετική, παρότι εξίσου όμορφη, πλευρά του Wenders που με άφησε να αναρωτιέμαι τι συνέβη στην ενδιάμεση 40ετία. Όχι πως θα ακουγόταν αλλοπρόσαλλο, σε κάποιον που δε θα το γνώριζε, το γεγονός ότι ο ίδιος δημιουργός κρύβεται πίσω από δύο ταινίες που αμφότερες σε παίρνουν από το χέρι και σε εντάσσουν σε slowburn ιστορίες χαρακτήρων, ξετυλιγόμενες με πρόθεση και έμφαση στη λεπτομέρεια. Όταν πρόκειται για τον Wenders, κάθε κάδρο μοιάζει να έχει νόημα ζωτικής σημασίας.
Καθώς, λοιπόν, αλληλουχίες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στο Perfect Days, είναι σαφές πως ο θεατής καλείται να παραδώσει κάθε όπλο και να εισέλθει σε αυτό το, τρόπον τινά, trance, ή αλλιώς, τη λούπα ολόιδιων ημερών που βιώνονται από τον πρωταγωνιστή Hirayama (Koji Yakusho): ενός λιγομίλητου καθαριστή δημοσίων τουαλετών στο Τόκυο που, μέσα στην αδιάκοπη ρουτίνα της δουλειάς, βρίσκει ευχαρίστηση ακούγοντας μουσική από κασέτες, διαβάζοντας βιβλία και βγάζοντας φωτογραφίες τα δέντρα στα διαλείμματά του. Πέρα από μία ωδή στις μικρές χαρές και την ομορφιά της μονοτονίας, η slice of life ταινία — στο soundtrack της οποίας συμπεριλαμβάνεται και το ομώνυμο τραγούδι του Lou Reed — αποτελεί και μια πράξη διαλογισμού πάνω στην αλληλεπίδραση ενός τέτοιας φύσεως lifestyle με τα κοινωνικά πλαίσια που αγορεύουν εναντίον του, ή εναντίον της πλήρους ικανοποίησης με αυτό. Εκεί, ίσως, βρίσκεται και το πιο πολύτιμο μυστικό της.
Η ταινία θα επαναπροβληθεί από το Δαναό την Κυριακή 19 Ιανουαρίου.
3. The Substance (2024) dir. Coralie Fargeat
31.10
ΔΑΝΑΟΣ 1
Πολλή πλάκα αυτό το screening — ειλικρινά, δεν περίμενα τίποτα λιγότερο. Βάλε μαζί μέρα γιορτής του σινεμά (συγκυριακά και Halloween) που το εισιτήριο είχε δύο ευρώ, με μία από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες της σεζόν και έχεις μια αίθουσα οριακά ξεχειλισμένη από κόσμο που αποφάσισε να μη θυσιάσει παρά μόνο έναν καφέ για να πάει να δει τι τρέχει με τη Moore. Το καλό με το Substance, πέραν (ή, σε κάποιες περιπτώσεις, λόγω) του τραβηγμένου-από-τα-μαλλιά body horror, είναι ότι είναι μια πηγαία αστεία ταινία — και όταν αυτό είναι καθολικά αποδεκτό, οι γεμάτες αίθουσες είναι blast. Οι στιγμές που μου προκαλούν γέλιο ακόμα και τώρα, βέβαια, βρίσκονται στο κρυφάκουσμα συζητήσεων κατά τη διάρκεια της μαζικής εξόδου από την προβολή όπου το κράξιμο και οι αιτήσεις αποζημίωσης πήγαιναν σύννεφο. Στο μεταξύ, αυτά ήταν ίσως τα καλύτερα δύο ευρώ που έχω ξοδέψει ποτέ.
Δεν ξέρω αν με παίρνει να φλυαρίσω περαιτέρω για την αγαπημένη μου ταινία του 2024, πέρα από ό,τι ειπώθηκε στο μακρηγορόν, αμυντικό προς αρνητικές κριτικές review μου το Νοέμβρη, το οποίο θα βρείτε εδώ. Μιλάμε για μάλλον το πιο ευφάνταστο κόνσεπτ της χρονιάς όσον αφορά το σινεμά: Μία ενέσιμη ουσία που χαρίζει περιορισμένο χρόνο άσπιλης νιότης και ομορφιάς, η κατάχρηση της οποίας, όμως, αποφέρει οδυνηρές συνέπειες. Demi Moore σε comeback πιο δυναμικό πεθαίνεις και η star-in-the-making, Lanthimos-approved Margaret Qualley (Maid, Poor Things, Kinds of Kindness) σε όψεις του ίδιου νομίσματος ως η απολυμένη πενηντάρα παρουσιάστρια Elisabeth Sparkle και η αναδυόμενη από τα σπλάχνα της, πορσελάνινη αντικαταστάτρια Sue. Cronenbergian body horror μέσα από τον αιχμηρό φακό της Γαλλίδας Coralie Fargeat, που δε διστάζει να σερβίρει αηδιαστικά close-ups και ανατριχιαστικό σχεδιασμό ήχου με συναρπαστικά ρυθμικό editing, αλλά και να διακωμωδήσει κατάλληλα όταν υπάρχει ευχέρεια.
Μέσα από τις ανελέητες φρικιαστικές εκπλήξεις του και το υπερρεαλιστικό στοιχείο που τις διατρέχει, το Substance καταφέρνει να αιχμαλωτίσει κάτι εξαιρετικά σκοτεινό και εξαιρετικά αληθινό για το αιώνιο, αυτοτιμωρητικό μαρτύριο της ομορφιάς, το οποίο ναι, είναι τόσο βάρβαρο, ναι, είναι τόσο μακάβριο, ναι, είναι τόσο γελοίο και ταυτόχρονα τόσο αναπόφευκτο.
2. The American Friend (1977) dir. Wim Wenders & The Salt of the Earth (2014) dir. Juliano Ribeiro Salgado, Wim Wenders
04.09
ΑΣΤΥ
Μιλήσαμε ήδη και για Ripley και για Wenders και για ειδικές προβολές. Θα ξαναμιλήσουμε. Λίγα σενάρια double bill φαντάζουν απολαυστικότερα από διπλό Wenders με έξι ευρώ σε αίθουσα σχεδόν άδεια και το Άστυ έκανε τα όνειρά μου πραγματικότητα το Σεπτέμβρη. Αυτή είναι η κινηματογραφική εμπειρία που μέχρι τα μέσα Δεκέμβρη έλεγα σε όσους με ρωτούσαν ότι ήταν η αγαπημένη μου της χρονιάς — σε αναθεώρηση, αυτό ανατράπηκε με ελάχιστη διαφορά, παρόλα αυτά παραμένει εκείνη που με στιγμάτισε περισσότερο εσωτερικά. Ο λόγος για δύο ταινίες του Wenders που αποτελούν σελιδοδείκτες σχεδόν 40ετίας (απ’ό,τι φαίνεται, μοτίβο για μένα αυτή η διαφορά στην κατανάλωση της φιλμογραφίας του), γεγονός που από μόνο του προκαλεί κάποιο δέος, αλλά εισάγει και την ιδέα μιας συνειδητότητας όσον αφορά την εξέλιξη που μπορεί με μιας να παρατηρηθεί.
Το roster ηθοποιών που έχουν ενσαρκώσει τον Tom Ripley της Highsmith είναι τίποτα λιγότερο από iconic — από Alain Delon και Dennis Hopper, μέχρι Matt Damon, John Malkovich και πιο πρόσφατα Andrew Scott. Στην καθηλωτική ερμηνεία του στο American Friend του ‘77, ο Hopper είναι ένας Delon-Ripley στη δεύτερη φάση της ζωής του ως επαγγελματίας εγκληματίας: έμπειρος, ώριμος, υποτονικός. Είναι ο Αμερικανός φίλος που νοθεύει τη συνείδηση του Γερμανού κορνιζοποιού Jonathan Zimmermann όταν τον προτείνει για το ρόλο εκτελεστή με μεγάλο χρηματικό αντάλλαγμα, εκμεταλλευόμενος την καταληκτική του ασθένεια.
Ενώ στα χέρια κάποιου λιγότερο ικανού σκηνοθέτη, μια ταινία τέτοιας υπόθεσης θα μπορούσε να χτυπήσει όλα τα «φθηνά,» μελοδραματικά της σημεία, το νεονουάρ που ο Wenders σκαρώνει με τόση αντικειμενικότητα και ενσυναίσθηση (με ανορθόδοξη δομή και την κάμερα να στέκεται σε ευαίσθητες, εσωστρεφείς στιγμές των χαρακτήρων) ξεδιπλώνει την ιστορία σαν έναν πίνακα ζωγραφικής τον οποίο για να απορροφήσεις σε όλο του το μεγαλείο πρέπει να κάνεις μερικά βήματα πίσω. Σαγηνευτικό cinematography από τον Robby Müller ντύνει το σασπένς που διαπνέει την ταινία, με τη χαρακτηριστική σκηνή σιωπηρού κυνηγητού στο μετρό, καθώς και το φινάλε να μένουν χαραγμένα στη μνήμη.
Λόγια μετά βίας αρθρώνονται για το δεύτερο έργο της βραδιάς, το οποίο κατατάσσεται με λιγότερη αυτοπεποίθηση στην κατηγορία σινεμά και με αρκετά περισσότερη στην κατηγορία ντοκιμαντέρ. Έκλεψα; Δεν πειράζει. Έκλαψα, όμως; Πολύ. Το Salt of the Earth, με άξονα την αφήγηση του ίδιου, παρακινούμενου από τον Wenders, εμβαθύνει στα βιώματα του καταξιωμένου Βραζιλιάνου φωτογράφου Sebastião Salgado που, σε αποστολή να γίνει μάρτυρας όλων των μορφών ανθρωπίνων δεινών, ταξίδεψε σε διαφορετικές γωνίες του πλανήτη επί 40 χρόνια απαθανατίζοντας προσφυγιά, εξαθλίωση, καταστροφή και θάνατο. Συν-σκηνοθετημένο από το γιο του Juliano Salgado, το ντοκιμαντέρ ακολουθεί τα διαδοχικά κεφάλαια της δουλειάς του φωτογράφου, από την αρχή μέχρι και το πιο πρόσφατο στάδιο της καριέρας του: ένα project φόρο τιμής στη χάρη και την επιβλητικότητα της φύσης.
Ίσως φυσικό και επόμενο λόγω περιεχομένου, αλλά δύσκολο να φέρω στο μυαλό μου άλλη θέαση που να με έχει επηρεάσει σε επίπεδο τόσο υπαρξιακό, καταρρίπτοντας κάθε τείχος άμυνας ως προς την πρόθεση του έργου. Φταίει που οι φρίκες του κόσμου είναι πάντα πιο αποτροπιαστικές από ό,τι μπορεί ο νους σου να συλλάβει. Φταίει που η ομορφιά του παραμένει τόσο αγέρωχη.
1. The Great Love Songs (1973) dir. Pantelis Voulgaris / Ο Μεγάλος Ερωτικός (1973) σκην. Παντελής Βούλγαρης
15.12
CINOBO ΟΠΕΡΑ 1
Πώς τα φέρνει η ζωή και όπως ανοίξαμε με το Mulholland Drive κλείνουμε με την τελευταία προβολή της χρονιάς και συγκυριακά την πιο αξιομνημόνευτη. Αποκατεστημένα έργα του Παντελή Βούλγαρη από το Cinobo σε 4Κ, τριήμερο αφιέρωμα στο Cinobo Όπερα πριν την κυκλοφορία τους στην πλατφόρμα, Βούλγαρης και ενίοτε Ιωάννα Καρυστιάνη προλογίζουν — ευκαιρία να προσποιηθείς για λίγο ότι βρίσκεσαι σε άλλη εποχή, για πολλούς από εμάς σε μία όπου δεν υπήρχαμε ούτε σαν κόνσεπτ.
Έχει κάτι συγκινητικό όλο αυτό, σε συνδυασμό με το να βλέπεις μια ταινία τόσο δυσεύρετη και αυθεντικά niche να γεμίζει αίθουσα πάνω από 50 χρόνια από την κυκλοφορία της και να κερδίζει, ακόμα, τα πρώτα της reviews στο Letterboxd 13 χρόνια μετά την ίδρυση της πλατφόρμας. Η ίδια η ταινία, με το home video-esque opening sequence της, σε μεταφέρει απευθείας στην Ελλάδα του καιρού της: ατελείωτες διαδρομές με αμάξι στους δρόμους της Αθήνας του ‘70, που σε έχουν να σποτάρεις Σταδίου, Πανεπιστημίου, Ακαδημίας, το πεζοδρόμιο τρία τετράγωνα από το σημείο που κάθεσαι μισό αιώνα πριν. Τίποτα δεν έχει αλλάξει και ταυτόχρονα όλα.
Ένα πρώιμο ειδος βίντεο κλιπ (ή, ακριβέστερα, οπτικού άλμπουμ), όπως ανέφερε η Καρυστιάνη συν-προλογίζοντας, το φιλμ του Βούλγαρη αποδίδει κινηματογραφικά τον ομώνυμο δίσκο του Μάνου Χατζηδάκι, συντάσσοντας σε μουσική εικόνες της Ελλάδας του τότε: καθημερινές, κοινότυπες, σαγηνευτικές, μελαγχολικές, χαρούμενες, περίεργες, φυσικές ή αφηγηματικές. Μια κατεδαφιζόμενη μονοκατοικία, παιδιά να παίζουν στο ποτάμι, μια σειρά από πρόσωπα μεσήλικων αντρών στη Βαρβάκειο, η σιωπηρή συνάντηση δύο αγνώστων στο τρένο. Κοινή κλωστή, το ασπρόμαυρο βιντεογραφικό υλικό των ηχογραφήσεων του Μεγάλου Ερωτικού με Χατζηδάκι να καθοδηγεί φωνητικά Φλέρυ Νταντωνάκη και Δημήτρη Ψαριανό.
«Ένα λαϊκό τραγούδι πρέπει να είναι εκείνο [...] που μας αποκαλύπτει μια στιγμή που δεν ελέγχουμε,» ορίζει αινιγματικά ο συνθέτης στην αφετηρία της ταινίας, διαχωρίζοντας την προσέγγισή του από την άποψη που συγχέει το λαϊκό τραγούδι με το δημοφιλές (και προωθούμενο από βιομηχανικές δυνάμεις). Ο Μεγάλος Ερωτικός, δημιουργημένος με αφορμή το γράμμα της Μυρτιώτισσας στον Χατζηδάκι παραγγέλοντας τη μελοποίηση της δικής της δουλειάς, ντύνει με μουσική ερωτικά ποιήματα της ίδιας και άλλων Ελλήνων ποιητών (μεταξύ τους Σαπφώ, Ελύτης, Σολωμός) τα οποία στο φιλμ παίρνουν απτή ζωή — ο δίσκος, άγκυρα του εν μέρει γειωμένου, εν μέρει θεατρικού πολυσύμπαντος του Βούλγαρη.
Είναι εντυπωσιακό το πόσο άρτια πολλά από αυτά τα ‘70s κλιπς αντεπεξέρχονται σε σύγχρονους ορισμούς του «κουλ» με την ελαφρώς σουρεαλιστική τους ματιά και νοσταλγική ομορφιά. (Σκέφτομαι την ακολουθία σπιτικών αντικειμένων για το μυθικό «Σ’Αγαπώ» της Μυρτιώτισσας, η οποία κλείνει με στροφή της κάμερας προς μια πλαστική κούκλα καθισμένη στο τραπέζι του σαλονιού, ή το άκρως κινηματογραφικό δρώμενο των «Λιανοτράγουδων» που είναι μία ολόκληρη ιστορία από μόνο του.) Κάπως έτσι και η προαναφερθείσα αποκάλυψη εκτείνεται στην ερμηνεία ποίησης και οπτικού υλικού μαζί, με την ταινία να φτάνει, μέσω αλληλουχίας, σε κάτι πηγαίο, ανεξήγητο, ίσως μυστικό. Καθόλου τυχαίο το άνοιγμα με ποίημα του Εμπειρίκου: «Τα μυστικά του σινεμά / Είναι σαν της ποιήσεως τη μαγεία [...] Τα μυστικά του σινεμά / Είναι και αυτά εικόνες.»
Αν φτάσατε μέχρι το τέλος ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΩΩΩΩ :)
Μιλήστε μου για ταινίες όπου και όποτε. Πλιζ.