ΤΙ ΕΚΑΝΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ | ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ‘25
Με παράκαμψη προς Βιέννη, προτάσεις για double features, μαθήματα χορού και άλλα.
Μου λένε συχνά πως τείνω να κάνω το αντίθετο του gatekeeping — αυτό το πράγμα, δηλαδή, που όταν σου αρέσει κάτι, πρήζεις φίλους και γνωστούς μέχρι να συλλάβουν τον ενθουσιασμό σου. Κάπως έτσι έχω τελειοποιήσει την τέχνη του να βρίσκω παρέα για ό,τι μου κατέβει όταν την επιθυμώ (και ας με πουν οι κακές γλώσσες ενοχλητική, έχω ακόμη φίλους).
Εκτιμώ τον τίτλο Klinex «αυτήν ξέρετε, αυτήν εμπιστεύεστε» της παρέας. Δεσμεύομαι να βγάζω ασπροπρόσωπα τα άτομα που με ακολουθούν σε ταινίες χωρίς να ξέρουν καν την υπόθεση και σε live έχοντας πρωτακούσει τον καλλιτέχνη χθες — συγκινούμαι λίγο με κάτι τέτοια. Θα απαντήσω και στην πιο niche αίτηση προτάσεων αν μπορώ, αλλά προς το παρόν συμβουλευτείτε αυτή τη λίστα με ό,τι έκανα στην Αθήνα τον Φεβρουάριο για όλα τα new entries.
Υ.Γ. Κάπως έτυχε και βγήκα αξιοσημείωτα εκτός comfort zone και έχω ΠΟΛΛΑ να πω για ταινίες. Όσοι πιστοί σκρολάρετε προς το τέλος.
Ubuntu
Πετράλωνα
Ο μήνας άρχισε με καταπληκτικό μάτσα στο συμπαθητικό Ubuntu, τοποθετημένο κάπου ανάμεσα σε Γκάζι και Πετράλωνα. Αν πίνεις μάτσα, ξέρεις ότι το γάλα βρώμης είναι ο μόνος γευστικά αποδεκτός τρόπος — τσεκ — παρόλα αυτά με εξέπληξε θετικά η υποκατάσταση του συνήθους μελιού με σιρόπι αγαύης, το οποίο πολλοί αντιπαθούν εκτός μαργαρίτας, αλλά απ’ό,τι φαίνεται όχι εγώ.
Fay Tzouma
Kabeiria
Σκεφτόμουν, που λες, τι με σταματάει από το να συμπεριλαμβάνω το occasional dance class σε αυτές τις λίστες; Το μάθημα της Φαίης ήταν καιρό στο dance bucket list και ανήκει δικαιωματικά στα highlights του μήνα — μία ευκαιρία να ξεφύγω λίγο από τις πιο επιτηδευμένες φόρμες των commercial στυλ, καθώς το ερμηνευτικό στοιχείο προσφέρεται για «τσαλάκωμα» και προσωρινό κλείσιμο του διακόπτη αυτοκριτικής. Κοκαΐνη για το inner child μου που νοσταλγεί ακόμη κάποιες φορές τα χρόνια του σύγχρονου και του μιούζικαλ.
Λεωφορείο ο Πόθος
Θέατρο Προσκήνιο
Από τις θεατρικές παραστάσεις που ανυπομονούσα περισσότερο να δω τη φετινή χρονιά για πρώτη φορά, αφού βίωσα το μεγαλείο της ταινίας του ‘51 το Δεκέμβρη και μου έγινε αδύνατο να βγάλω αυτή την ιστορία και τη θεματολογία της από το μυαλό μου. Το Προσκήνιο είναι από τα πιο όμορφα θέατρα τα οποία έχω επισκεφτεί στην Αθήνα — το ελαφρώς σκουρόχρωμο παρκέ και τα γαλάζια κάγκελα δημιουργούν πολύ ωραία, ζεστή αισθητική δεδομένου και του μικρού μεγέθους του θεάτρου που κάνει τη σκηνή να μοιάζει σε απόσταση αναπνοής από το κοινό. Θετική έκπληξη και το γεγονός ότι η «περιορισμένης ορατότητας» θέση μου δεν προκάλεσε ιδιαίτερο fomo παρά για λίγα λεπτά όπου το έργο εκτυλισσόταν στο πιο μακρινό από τα τρία «δωμάτια» της σκηνής.
Για μία παράσταση με πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις από τους λιγοστούς ηθοποιούς που περιλαμβάνει, οι ερμηνείες κυρίως ανταπεξήλθαν. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Blanche DuBois, η Αλεξία Καλτσίκη είναι αφοπλιστική, βρίσκοντας γερή υποστήριξη στην Δήμητρα Βλαγκοπούλου ως αδερφή της Stella. Παρόλο που το casting της ευγενικής φυσιογνωμίας του Άρη Μπαλή σε έναν χαρακτήρα τόσο άρρηκτα συνδεδεμένο με την πλήρως ανεπιτήδευτη, μπρουτάλ ενσάρκωση του Brando με ανησύχησε αρχικά, μπορώ να πω πως διέκρινα το πνεύμα του Stanley μέσα στην ερμηνεία του, παρότι έως ένα σημείο.
A Complete Unknown (2024)
Αθήναιον
Σηκώνω μανίκια. Λοιπόν.
Μπορεί ο Chalamet να ομολόγησε αθεράπευτη φιλοδοξία στον τολμηρό νικητήριο λόγο του στα SAG και μια βδομάδα μετά να έφυγε από τα Όσκαρ με άδεια χέρια. Μπορεί η ταινία να φλόπαρε στην τελετή παρά τις οχτώ υποψηφιότητες και ίσως αυτή να είναι η κατάρα της μουσικής βιογραφίας σε χρονιές με πιο πολυσυζητημένα χαρτιά (ίδια φάση ο Elvis του Luhrmann πριν δυο χρόνια). Η εμπορευματοποίηση του είδους τα τελευταία έτη — με φόρμουλα στην οποία συνετέλεσε σημαντικά το Walk the Line (2005) του ιδίου James Mangold — ίσως το έχει παγιδεύσει σε μία νοσταλγική feel-good κατηγορία που παραγκωνίζεται σε υπηρεσία πιο βαρύγδουπων και κοινωνικά relevant έργων.
Εγώ, μια φορά, θα ήθελα να υπερασπιστώ αυτό το εγχείρημα.
Έχω, αρχικά, να πω ότι πέρασα τέλεια στο σινεμά. Όχι, βέβαια, απαραίτητα με τη συνήθη έννοια αυτής της φράσης που μπορεί να υποδηλώνει άνου διασκέδαση, αλλά ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψη την αναζωογονητική προσέγγιση της ταινίας η οποία αποστασιοποιείται από τυπικά, «διασκεδαστικά» καλούπια μουσικής βιογραφίας σε διακριτικό, όμως καθοριστικό βαθμό. Το είπε ο Chalamet σε συνέντευξή του στον Zane Lowe πως το A Complete Unknown — βαφτισμένο από στίχο του θρυλικού “Like a Rolling Stone” που αντιπροσωπεύει την αιώνια αινιγματική φύση του καλλιτέχνη — κατανοεί ότι η παρακαταθήκη του Bob Dylan έχει κυρίως να κάνει με όσα δημιούργησε. Ενώ χτυπά πολλά από τα δεδομένα beats μιας μουσικής βιογραφίας, η ταινία δείχνει αυτή την κατανόηση με τον πιο απτό τρόπο: να αφήνει τα τραγούδια να παίζουν, ανενόχλητα από δραματουργικές απαιτήσεις. Και μάλιστα live on set.
Κάπου εδώ έρχεται και κουμπώνει η εντυπωσιακή αφοσίωση του Chalamet στην προετοιμασία για το ρόλο, της οποίας το αποτέλεσμα ρίχνει σαγόνι — υπάρχουν κλάσματα δευτερολέπτων όπου θολώνουν τόσο οι δύο φυσιογνωμίες μεταξύ τους στην οθόνη που πέφτεις θύμα οφθαλμαπάτης. Και πάλι, μολονότι οπτικοακουστικά ο Chalamet προσεγγίζει τον πρωτοεμφανιζόμενο Dylan υπερ-επαρκώς, το έργο του Mangold δεν έχει στόχο να απομυθοποιήσει την περσόνα του καλλιτέχνη, αποφεύγοντας να εμβαθύνει στην προσωπικότητά του με τρόπο που εύκολα διαβάζεται ως εσκεμμένος. Ταυτόχρονα, καταφέρνει να προσηλωθεί σε θέματα αναπόσπαστα από το μύθο της καριέρας του Dylan σχετικά με την αποποίηση του τίτλου «σωσία» και τη δημιουργική αναγέννηση.
Αν πέσετε στη μαύρη τρύπα κινηματογραφικών εκπροσωπήσεων του Dylan μετά το A Complete Unknown, προτείνω το live footage ντοκιμαντέρ του Pennebaker Don’t Look Back (1967), το διμερές ντοκιμαντέρ συμπεριλαμβανομένων συνεντεύξεων του Scorsese No Direction Home (2005), καθώς και το ιδιαίτερο I’m Not There (2007) του Haynes που ερμηνεύει την επαναπροσδιοριστική ικανότητα του Dylan μέσω ενός πολυδιάστατου, star-studded καστ (με αυτή τη σειρά).
PAN PAN x ΒΜΦ
Τεχνόπολη
Δεν ήμουν σίγουρη τι ακριβώς να περιμένω από το DJ set του Pan Pan στο Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου του οποίου η περιγραφή υποσχόταν «μελωδίες από κλασική μουσική μέχρι hip-hop και από leftfield electronica μέχρι ambient,» αλλά σίγουρα δεν ήταν τα “Club Classics” της Charli XCX να ακολουθούνται από Kendrick Lamar και Λένα Πλάτωνος. Κάτι παραπάνω από ευχάριστη έκπληξη η γενναιόδωρη mainstream νότα, ειδικά δίπλα σε πιο αναμενόμενα, αγαπημένα ονόματα όπως Burial και Massive Attack.
Ο ατμοσφαιρικά φωτισμένος χώρος του κτιρίου Νέο Υδαταέριο — ένα διατηρητέο βιομηχανικό μνημείο τοποθετημένο στην Τεχνόπολη που στεγάζει ακέραιο μηχανολογικό εξοπλισμό από το 1952 — όσο παράδοξο και αν ακούγεται, προσφέρεται άκρως κατάλληλα για ένα τέτοιο event, με το intimate παρότι industrial vibe του και μια cyberpunk κινηματογραφικότητα να προσδίδουν ηλεκτρίζουσα ενέργεια στην εμπειρία ενός DJ set.
KINONÓ
Κουκάκι
Έχουμε νέο KINONÓ. Μετά από αρκετούς μήνες ανακαίνισης, το για χρόνια αγαπημένο καφέ στο Κουκάκι ξανάνοιξε πόρτες με αναβαθμισμένη διακόσμηση, εκτεθειμένη κουζίνα στο χώρο που προηγουμένως φιλοξενούσε κήπο και merch, και εστιατορικό μενού — πιο εκλεπτυσμένο και, όπως μαντέψατε, πιο ακριβό. Είναι σαφές πως αυτή η εκδοχή του KINONÓ απευθύνεται πλέον σε άλλο κοινό. Ο ημιώροφος του μαγαζιού διατηρεί χαρακτήρα φιλόξενο προς τους μη παρεάκηδες και ενδείκνυται για διάβασμα ή δουλειά τις πιο ήσυχες ώρες των καθημερινών, μολονότι η αίσθησή του διαφέρει σημαντικά. Στα θετικά, ωστόσο, καμία ανησυχία δεν χρειάζεται να τεθεί για την ποιότητα του καφέ, η οποία παραμένει εξαιρετική.
~ Interlude ~
Κάπου εδώ πήγα Βιέννη και, όπως έχω πει σε όσους με έχουν ρωτήσει, η κύρια παρατήρησή μου είναι ότι η Αυστριακή πρωτεύουσα θα μπορούσε να θεωρηθεί το αποτέλεσμα Βουδαπέστης και Βερολίνου αλεσμένα σε μπλέντερ. Ησυχία αλλά όχι απόκοσμη όπως στην πρώτη, κουλτούρα αλλά όχι σε επίπεδο coolness που να συναγωνίζεται τη δεύτερη, όψη κάθε κεντροευρωπαϊκής πόλης έβερ. Ανάμεσα στα πράγματα που κρατάω, το πράγματι αξιοθαύμαστο walkability, το μουσείο Belvedere και οι τοποθεσίες του Before Sunrise που εννοείται ότι επισκέφτηκα (περισσότερα για αυτό παρακάτω).
Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας (2023)
Cinobo Όπερα
Εκμεταλλεύτηκα τη δυνατότητα του Cinobo pass για να τσεκάρω το ντοκιμαντέρ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τα ελληνικά χρόνια της Κάλλας υπό την επιμέλεια του Βασίλη Λούρα, ο οποίος έκανε πειστική διαφήμιση στο επεισόδιο του podcast The Review της LiFO με θέμα την πρόσφατη ταινία Maria με την Angelina Jolie. Στο τελευταίο, το ντοκιμαντέρ παρουσιάζεται ως μια αυθεντικότερη ματιά στη ζωή της Κάλλας που αντιτίθεται στη δραματοποιημένη από το έργο του Steven Knight εκδοχή του ελληνικού παρελθόντος της. Δεν μπορώ να πω ότι το Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία επιτυγχάνει πλήρως σαν το αντικειμενικό εγχείρημα ως το οποίο επιθυμεί να αναγνωρίζεται, καθώς στη διάθεσή του για υπεράσπιση της ευρέως «παρεξηγημένης» Κάλλας διαφαίνεται και μια διάθεση αγιογραφίας. Ενδιαφέρουσες παραθέσεις αρχείου από τον τύπο της εποχής, καθώς και βιντεογραφικού υλικού, ωστόσο όσον αφορά στο κομμάτι της αφήγησης του ντοκιμαντέρ και μερικά εμφανιζόμενα πρόσωπα, λαμβάνουν τόπο κάποιες άβολες επιλογές.
Coterie & Bro
Παγκράτι
Μεγάλη η πέραση του «urban chic χαρακτήρα και [των] cool vibes» αυτόν τον καιρό και ήδη περιμένω να δω τη στιγμή που θα γίνει ταυτόχρονη μαζική αντικατάσταση των κλινικών graphic πόστερ σε όλα τα χιτ μαγαζιά των τελευταίων δύο χρόνων του αθηναϊκού κέντρου. Παρόλα αυτά, η ποικιλία καφέ του Coterie που θα σας περιγραφεί ως περιέχουσα νότες κακάο — και κάτι άλλα — αξίζει δυνατό shoutout. Το ίδιο και η διακόσμηση του πάνω χώρου του μαγαζιού.
→ Ξεχώρισαν από Ταινίες Πέρα των Προβολών:
Πρώτες Θεάσεις:
Inland Empire (2006) dir. David Lynch | Cinobo [ Και ποιον — λάτρη του σινεμά ή one-off θεατή Twin Peaks — δεν στεναχώρησε η είδηση του θανάτου του Lynch στα μέσα Ιανουαρίου; Δεν είχα την ευκαιρία να περάσω από το μαραθώνιο φιλμογραφίας της Στέγης το ΣΚ 1-2/2 (παρόλο που φαινόταν φασάρα), πήρα όμως το κίνητρο τον προηγούμενο μήνα να ολοκληρώσω επιτέλους το LA trilogy με την τελευταία ώρα του Inland Empire την οποία ανέβαλλα για εβδομάδες ολόκληρες. Ίσως η πιο δύσκολη κινηματογραφική εμπειρία της ζωής μου προς το παρόν. Δύσκολο να πιστέψεις ότι μπορεί ποτέ να υπάρξει πιο τολμηρή αποτύπωση των ονείρων στην οθόνη. ]
Naked Lunch (1991) dir. David Cronenberg | Cinobo [ Σημείωσα στο προηγούμενο ποστ, μιλώντας για το Queer του Guadagnino και εξίσου πειραματικές προσαρμογές του Burroughs, ότι ενδέχεται να αναφερθώ στο Naked Lunch στη λίστα Φεβρουαρίου. Burroughs και Cronenberg είναι δημιουργικό match made in hell (positive). Παρά το αντικειμενικό χάος, βρήκα τα μάτια μου κολλημένα στην οθόνη για πάνω από το πρώτο μισό της ταινίας και το lead casting του RoboCop Peter Weller εξαιρετικό. Η επιλογή παράθεσης αποσπάσματος του Queer σε σκηνή που η νεότερη ταινία παραλληλίζει, ενδιαφέρουσα. ]
The Piano (1993) dir. Jane Campion | Cosmote TV [ Pretty much ό,τι χρειάστηκα για να πατήσω play στο Piano ήταν το γεγονός ότι είναι στο Letterboxd Top 4 της Nicole Kidman. Παρόλα αυτά, η πρώτη μου Campion μου έδειξε ακριβώς γιατί η Νεοζηλανδή δημιουργός λατρεύεται ευλαβικά. Ένα επιβλητικό κινηματογραφικό αριστούργημα με την παραδοσιακή σημασία, με την αγαπημένη Holly Hunter να ρίχνει σαγόνια σε ρόλο καριέρας ακόμα και όταν μιλάμε για αυτήν την καριέρα. ]
The Red Shoes (1948) dir. Emeric Pressburger, Michael Powell | Cinobo & Irma Vep (1996) dir. Olivier Assayas | Cinobo [ Αφού μιλάμε για αυθεντικά κινηματογραφικά αριστουργήματα, είδα και το Red Shoes μέσα στον Φλεβάρη ως πρώτη βουτιά στον κόσμο των Powell & Pressburger (σκοπεύω να αφήσω το αντίστοιχο ντοκιμαντέρ του Marty να με ενημερώσει καλύτερα και σε αυτήν την περίπτωση, σε δεύτερη φάση). Συνειδητοποιώ πως είναι πραγματικά ένα από τα ωραιότερα συναισθήματα το να βλέπεις επιτέλους κάτι τόσο ομόφωνα εξυψωμένο και να κλικάρει μονομιάς.
Τη γκρουπάρω με τη ‘90s Irma Vep του Assayas, καθώς λειτουργούν εκπληκτικά σαν ένα απρόσμενο double bill. Είτε μιλάμε για κόκκινα παπούτσια με δική τους βούληση, είτε για κυριολεκτικά και μεταφορικά ασφυκτικό λάτεξ, οι δύο ταινίες συνδιαλέγονται όσον αφορά κοστούμια-σύμβολα φιλοδοξίας και εν δυνάμει παγίδες για γυναίκες καλλιτέχνιδες. Μεγαλοπρεπές technicolor cinematography και λεπτομερώς προσεγμένη πλοκή vs. νατουραλιστικό σενάριο, mockumentary στυλιστική προσέγγιση και meta οπτική αποτελούν ιδανικό κοντράστ για διαδοχικές θεάσεις. ]
The Brutalist (2024) dir. Brady Corbet [ Όχι, δεν πήγα σινεμά να το δω γιατί για κάποιον αόριστο λόγο αποφάσισα κάπου στην πορεία πως οι 3.5 ώρες σερί με τρομάζουν (άσχετο ότι είχα επιχειρήσει στις «Νύχτες Πρεμιέρας» τον Σεπτέμβρη προς πλήρη αποτυχία). Παραδέχομαι όμως ότι λαχτάρησα λίγο τη μεγάλη οθόνη κατά τη διάρκεια της θέασης. Το οσκαρικό έπος του κριτή βαθιά-αμερικανικής ασχήμιας Brady Corbet (θεμελιώδης Evi Canon ταινία το Vox Lux του 2018, να επισημάνω) θα έλεγε κανείς πως εμπεριέχει τη μυστική συνταγή της επιτυχίας σε κάθε δωμάτιο: μία άκρως Χολυγουντιανή ιστορία με κορυφαίου επιπέδου ερμηνείες, σε ζεστό και στοργικό πλαίσιο A24 — λίγο ανεξάρτητο, λίγο περιθωριακό, λίγο ανεπιτήδευτο.
Αν μη τι άλλο, με την ύστερη επιβεβαίωση ότι τα Όσκαρ φαίνονται επιτέλους πρόθυμα να αγκαλιάσουν μικρότερες παραγωγές όσον αφορά τα σημαντικά βραβεία, η χρυσή τομή του Brutalist ήταν η πρώτη επιλογή στα υποθετικά μου στοιχήματα για Καλύτερη Ταινία. Κάθε μέρα ξυπνάω και εύχομαι να είχα απολαύσει τη νικήτρια Anora όσο όλος ο κόσμος — από το σαρωτικό της run, όμως, πιο αξιοπερίεργο σημείο θεωρώ τη βράβευση για Καλύτερο Πρωτότυπο Σενάριο, το οποίο, αν όχι στο Substance, ανήκε εδώ δικαιωματικά. ]
Face to Face (1976) dir. Ingmar Bergman | EON [ Με άφησε άναυδη για πολλούς λόγους, ανάμεσά τους και ότι μου έσκασε τυχαία σαν πρώτος Bergman ενώ η πρόθεση πάντα ήταν το θεωρητικά πιο προσβάσιμο Persona. Με πρωταγωνίστρια την καθηλωτική Liv Ullmann, το Face to Face αποτελεί ένα σουρεαλιστικό οδοιπορικό στην ψύχωση, που χτυπάει νεύρο. Αδιαμφισβήτητα μία από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες θέασης που έχω βιώσει ως τώρα. ]
Arkadiko Film Festival | Cinobo
Ο Φεβρουάριος είχε και Arkadiko Film Festival, μια συνδιοργάνωση τριών ευρωπαϊκών streaming πλατφορμών (ανάμεσά τους το Cinobo) με σκοπό την προστασία και την προώθηση του ευρωπαϊκου σινεμά, που έτρεξε φέτος για δεύτερη φορά. Έκανα μια επιλογή ταινιών από το line-up των κλασικών τίτλων (σε σειρά, όπως έτυχε, και αξιολογική και ανάποδα χρονολογική):
La Haine (1995) dir. Mathieu Kassovitz [ «Η ιστορία μιας κοινωνίας που πέφτει και κατά τη διάρκεια της πτώσης της επαναλαμβάνει για να τονωθεί, ‘Μέχρι εδώ, όλα πάνε καλά.’ ‘Μέχρι εδώ, όλα πάνε καλά.’ ‘Μέχρι εδώ, όλα πάνε καλά.’» ]
The Fifth Seal (1976) dir. Zoltán Fábri [ Μια πολιτική παραβολή ηθικής, φόβου και αντίστασης με κέντρο το ερώτημα «Θα προτιμούσατε να αναγεννηθείτε ως αθώος, κατατρεγμένος σκλάβος ή απάνθρωπος, πλούσιος αφέντης;» ]
The Discreet Charm of the Bourgeoisie (1972) dir. Luis Buñuel [ Θέατρο παραλόγου με πρωταγωνιστές αλλόκοτες μορφές της ανώτερης τάξης που αποκαλύπτει πολλά για τις πηγές της λανθιμικής νοοτροπίας. Αν έχεις δει το ανυπέρβλητο Belle de Jour του Buñuel… ναι. Αλλά όχι. ]
Grand Illusion (1937) dir. Jean Renoir [ Ξάστερα αντιπολεμικό classic of classics που αξίζει μια θέαση παρά τις τεχνικές δυσκολίες της χρονολογίας του. ]
Επαναθεάσεις:
Before Sunrise (1995) dir. Richard Linklater & The Piano Teacher (2001) dir. Michael Haneke | Cinobo [ Άλλο ένα double feature και αυτή τη φορά είναι το απόλυτο Valentine’s vs. Anti-Valentine’s ντουέτο — συγκυριακά αμφότερες με φόντο την Αυστριακή πρωτεύουσα, η οποία λίγες μέρες αργότερα θα συνειδητοποιούσα ότι γιορτάζει τον Βαλεντίνο σε σημείο αηδίας. Πάνω σε αυτό, μολονότι δεν κατάφερα να περάσω μια βόλτα από το Ωδείο Beethoven μόνο και μόνο για να φανταστώ την απόλυτη Isabelle Huppert να στέκεται στην είσοδο, εκμεταλλεύτηκα την περίσταση για λίγο κινηματογραφικό τουρισμό on-the-go περπατώντας σε πολλά από τα κεντρικά σημεία της Βιέννης που στα mid-‘90s φιλοξένησαν το εγκεφαλικό φλερτ του Hawke και της Delpy και κάνοντας, ακόμα, μια επίσκεψη στο Café Sperl (σκηνή «τηλεφώνων») και το δισκάδικο Alt & Neu Records που έκανε διάσημο το “Come Here” της Kath Bloom.
Η ταινία που θαρραλέα θα αποκαλέσω την αγαπημένη μου ρομαντική (ναι, το έκανα) συμπληρώνει 30 χρόνια από την κυκλοφορία της φέτος και αποτελεί παράδειγμα διαχρονικότητας. Στην επαναθέαση, έχοντας αποκτήσει περισσότερη εμπειρία με τη δουλειά του Linklater η οποία μου έλειπε την πρώτη φορά, η ιδιοσυγκρασία του Αμερικανού δημιουργού είναι ακόμα πιο προφανής — θα έλεγα και ότι το Before Sunrise θυμίζει ρομαντικό Slacker (1990). Όσο για το Piano Teacher του Αυστριακού Haneke, επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το στάτους του ως ένα από τα Letterboxd Top 4 all-timers μου. Αριστουργηματική εξερεύνηση γυναικείας σεξουαλικότητας για γερά στομάχια. ]
Blue Velvet (1986) dir. David Lynch | EON [ Ως είθισται με Lynch και πάλι δεν έχω να πω πολλά που θα ακουστούν φυσιολογικά, πέρα από το γεγονός ότι η τωρινή μου οπτική γωνία συνετέλεσε στο να κλικάρει αυτή η ταινία μαζί μου πολύ περισσότερο από την πρώτη φορά — κάτι που μου δίνει κίνητρο για επόμενες επαναθεάσεις του έργου του. (Έχω ένα προαίσθημα πως θα μιλήσουμε λίγο για Twin Peaks στην ίδια υποενότητα τον επόμενο μήνα.) Σε αντίθεση με το προαναφερθέν Inland Empire, ένα πολύ καλό entry point για όσους αναζητούν κατώφλι στο lynchian σύμπαν. ]
→ Playlist του Μήνα:
Αναλύω με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τους δίσκους και τα τραγούδια που ξεχώρισαν, εδώ.