ΤΙ ΕΚΑΝΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ | ΜΑΡΤΙΟΣ ‘25
Νέα στέκια, χοτ ιατρικές (και όχι μόνο) σειρές και πολύ, πολύ θέατρο.
Εκπλήσσομαι με την επιτυχία αυτής της στήλης για τα ταπεινά μου στάνταρ (το να ακούω, δηλαδή, από άτομα που δεν υπήρξαν ποτέ και δεινοί θαμώνες του blog ότι την τσεκάρουν). Έχει κάτι αυτή η αμεσότητα που, όπως έχω ξαναπεί, μου αρέσει κι εμένα — πολύ το ακούς στο δημοσιογραφικό training το να γράφεις «όπως μιλάς,» αλλά όταν πρόκειται για μη μητρική γλώσσα, δεν πάει να είσαι και 100% fluent, το κόμμα θα το σκεφτείς.
Για να εμβαθύνω λίγο βέβαια, εδώ που είμαστε: στην πράξη, η ευκολία ή δυσκολία κάθε γλώσσας είναι 50-50. Θεωρώ πως έχει απλά να κάνει με το κομμάτι του εγκεφάλου που έχει προγραμματιστεί να σκέφτεται πρωταρχικά σε μία από τις δύο ανάλογα με την εκάστοτε θεματική. Αυτή η σειρά είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια προσπάθεια να ανάγω τις πολλές φορές αρχικά αγγλόφωνες κριτικές και πιο δημοσιογραφικές εκφράσεις μου στα ελληνικά. Για το αντίστροφο, γράφω αγγλικά diary entries. Πειράματα.
Ο Μάρτιος πέρασε αργά και τεμπέλικα και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη γι’αυτό. Ακολουθούν όλα όσα του έδωσαν ζωντάνια και λόγους να τον θυμηθώ στις end-of-year λίστες — μέσες-άκρες σε χρονολογική σειρά.
Lemon
Πανόρμου
Την τέταρτη φορά που πήγα στο Lemon σε διάστημα 10ημέρου με ρώτησαν αν θέλω πάλι το μάτσα μου. Good guess. Επίσης μπορεί να έχω εθιστεί. Αν πίνεις μάτσα και αναζητάς μέρη στην Αθήνα που να μπορούν να ικανοποιήσουν το craving πάνω από αξιοπρεπώς και με ταβάνι το τάλιρο, θα βρεις ένα γύρω στα πέντε λεπτά από το μετρό Πανόρμου. Το φρέσκο Lemon μετρά κάτι λιγότερο από πέντε μήνες ζωής, αλλά είναι ήδη το νέο στέκι της περιοχής — ανοιχτό από το πρωί για καφέ και δυνατά bagels (προτείνω το mushroom), μέχρι το βράδυ για κοκτέιλ.
MERDE!
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Πριν λίγο καιρό, είδα μία υπέροχη ταινία που λέγεται Janet Planet (2023), το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Αμερικανίδας συγγραφέα θεάτρου Annie Baker. Ως μέρος της διαδικασίας προώθησης της ταινίας, η Baker έδωσε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της στον Sam Fragoso, εξαιρετικό host ενός από τα αγαπημένα μου podcasts, το Talk Easy. Προς το τέλος του επεισοδίου, γίνεται μία αναφορά στο εξής σπουδαίο quote της συγγραφέα θεάτρου Suzan-Lori Parks από το 1996:
As I wrote plays, I thought the most exciting thing about theater is that it’s about theater. The most exciting thing about watching theater is that people are watching. I think that is what theater is all about. It’s about one person looking at somebody else.
Αυτό είναι το θέατρο — προερχόμενο από το ρήμα θεῶμαι, που σημαίνει βλέπω, παρατηρώ. Η πεμπτουσία του, ως τέχνη, έχει να κάνει με το ίδιο το γεγονός πως ένα άτομο παρακολουθεί ένα άλλο. Αυτή είναι η βάση της Baker στην αντίληψή της ότι το λεγόμενο «suspension of disbelief» δεν έχει και πολύ νόημα όταν η συμφωνία μεταξύ ηθοποιού και θεατή έχει συναφθεί. Αυτή είναι και η θέση του MERDE!, αντανακλώμενη στο μουσικό νούμερο της εισαγωγής όπου δύο εκ των τριών ηθοποιών στη σκηνή, απαντώντας στη ρητορική ερώτηση «τι διαφορετικό έχει το θέατρο από το σινεμά;» δηλώνουν πως «το θέατρο είναι ΤΩΡΑ!»
Παράσταση γραμμένη από τον εκ Καρδίτσας ορμώμενο Βασίλη (χαϊδευτικά «Σουγιάκο,» καλλιτεχνικά «Suyako») Μαγουλιώτη, σε συνσκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή — φίλοι, συνεργάτες, συνοδοιπόροι εδώ και πάνω από δεκαετία. «Merde,» δηλαδή «σκατά» γαλλιστί, όπως το αντίστοιχο «break a leg» που λέμε στο χωριό μας αντί «καλής επιτυχίας» για να ξορκίσουμε κάθε πιθανή γρουσουζιά πριν βγούμε στη σκηνή. Αυτή η καταιγιστική meta κωμωδία διαδραματίζεται στα παρασκήνια του θεάτρου, κατά τη διάρκεια όσων συμβαίνουν πριν από μία πρεμιέρα, από το commission, τις οντισιόν, την πρόβα, μέχρι το ανέβασμα της παράστασης και όλα του τα ευτράπελα. Από μπροστά μας περνούν γνώριμα θεατρικά αρχέτυπα — του «παλαιάς κοπής» παραγωγού (Νίκος Καραθάνος), του fake-deep σκηνοθέτη (ένας Γιάννης Νιάρρος σε απόλυτο ρεσιτάλ), του διακοσμητικού μεσάζοντα (ο ίδιος ο Μαγουλιώτης), του κωμικού ηθοποιού που θέλει επιτέλους να παρθεί στα σοβαρά (Ηλίας Μουλάς) — τα οποία περιπλέκονται σε έναν ιστό παντός είδους δυναμικών.
Οι δυόμιση ολόκληρες ώρες του MERDE! είναι γεμάτες (legit) ξεκαρδιστικό χιούμορ και μια υποβόσκουσα ανησυχία για το αν η παράσταση, που καθώς κλιμακώνεται επεκτείνεται στο θίξιμο θεμάτων #MeToo (άμεση πρόσκληση για σκεπτικισμό), θα καταφέρει να εκπληρώσει τις φιλοδοξίες της μέχρι το κλείσιμο. Υποκειμενικό το αν τελικά το κάνει. Αδιαμφισβήτητα εύστοχος, σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος με τον οποίο, μέσω της αυτοαναφοράς, διαχειρίζεται αυτές τις φιλοδοξίες, σε ένα τουίστ 180 μοιρών τόσο αναζωογονητικό που χρωματίζει θετικά όλο το εγχείρημα. Αν ο απώτερος σκοπός του MERDE! είναι να αναρωτηθούμε όλοι μαζί τι εστί θέατρο, ίσως δεν υπάρχει καλύτερη απάντηση από την τελευταία σκηνή. Maybe that’s what it’s all about.
Νιώθω πως ενδέχεται να γίνει μοτίβο, όποτε λέω ότι μια παράσταση ήταν πραγματικά, πραγματικά αστεία, να εμπλέκεται κάπου η χαρισματική Λυδία Τζανουδάκη, εδώ σε mode πολυεργαλείου. Άλλο ένα highlight αποτέλεσε για μένα το ίδιο το πανέμορφο ΔΘΠ, στο οποίο ήταν και η πρώτη μου επίσκεψη. Αν δεν συμπεραίνεται από τα προαναφερθέντα (κατανοητό), να ξεκαθαρίσω εδώ ότι το MERDE! — το οποίο κατάλληλα έτυχε να ανοίξει και τον μήνα της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου (27/3) — είναι ίσως η αγαπημένη μου παράσταση της χρονιάς έως αυτό το σημείο. Επειδή το θέατρο είναι τώρα, ΠΡΟΛΑΒΕΤΕ!
KINO Athens International Independent Film Festival
Τεχνόπολη
Παρακολούθησα δύο δωρεάν προβολές στα πλαίσια παρουσίασης τον υποψηφιοτήτων για το βραβείο κοινού LUX στο ΚΙΝΟ festival, μία διοργάνωση χρηματοδοτούμενη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Dahomey (2024)
Είχα βάλει στη watchlist μου την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Σενεγαλέζας σκηνοθέτιδας Mati Diop πριν από λίγα χρόνια, όταν την πέτυχα να ξεχωρίζει σαν χρυσόμυγα μες στο θαμπό (παρότι πολύχρωμο) γάλα του Netflix. Το Atlantics (2019) — το οποίο και επιτέλους είδα συνδυαστικά με την ταινία για την οποία θα μιλήσω — εμπλουτίζει δραματικά τη συνονόματη μικρού μήκους ταινία/ντοκιμαντέρ της του 2009, συνθέτοντας μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αποτύπωση θεμάτων όπως οι κίνδυνοι της παράνομης μετανάστευσης, η εργατική εκμετάλλευση και η κοινωνική καταπίεση των γυναικών σε μια υπερφυσική ιστορία έρωτα και φαντασμάτων με lynchian υποτόνους.
Στο πρόσφατο Dahomey, η Diop στρέφεται πλήρως στο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Παρουσιάζοντας ένα κινηματογραφικό ρεπορτάζ για τη διαδικασία υποδοχής 26 αρχαίων, βασιλικών τεχνουργημάτων κλεμμένων από Γάλλους αποικιοκράτες πίσω στην Αφρικανική χώρα του Μπενίν (τέως Δαχομέη), η σκηνοθέτιδα εισάγει την οπτική ενός εκ των θησαυρών ως άγκυρα της ταινίας. Ως θεατές, ακολουθούμε ένα ταξίδι επαναπατρισμού μέσω εξομολογητήριου (στα όρια του μελοδραματικού) σεναριακού μονολόγου και ταυτόχρονα μυούμαστε στην ενέργεια της πρωτεύουσας καθώς αντιδρά στο ιστορικό γεγονός. Σημείο σταθμός και μεγαλύτερου ενδιαφέροντος της ταινίας, η σκηνή ενός φοιτητικού debate όπου συγκρούονται απόψεις και συναισθήματα σχετικά με τη σημασία της επιστροφής — πράξη επίδειξης δύναμης, διπλωματίας, ή δικαιοσύνης; Γιατί τώρα και γιατί τόσα; Πώς πρέπει να νιώθει κανείς όταν η επαναγνωριμία με ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του δεν αναιρεί (ή ακόμα και εντείνει) την αίσθηση υποδούλωσης στον προμηθευτή του;
Animal (2023)
Η ειδική προβολή του ΚΙΝΟ αποτέλεσε ιδανική ευκαιρία για να δω επιτέλους τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Σοφίας Εξάρχου που είχα χάσει στα σινεμά κατά τη διάρκεια προβολών της. Λίγο το ελληνικό της υπόθεσης, λίγο το βολικό της Κυριακής, λίγο η συμπερίληψη της κουβέντας με την ίδια την Εξάρχου στο πρόγραμμα, το Αμφιθέατρο «Μιλτιάδης Έβερτ» δέχθηκε πολλούς θεατές για το Animal. Μια ματιά στον κόσμο των εποχιακών ανιματέρ με στέρεο δραματικό υπόβαθρο, η ταινία ρίχνει φως τόσο στις εκμεταλλευτικές συνθήκες εργασίας των all-inclusive ξενοδοχείων όσο και τις εσωτερικές αναζητήσεις των ηρώων της.
Το ενδιαφέρον της Εξάρχου όσον αφορά τα τουριστικά θέρετρα σε αντιδιαστολή με τη ζωή των ντόπιων — μια αλληλεπίδραση ψευδαίσθησης και πραγματικότητας — αποτελεί κομμάτι και του ατίθασου Park (2016), εδώ όμως ανθίζει με πιο συνειδητοποιημένη αφηγηματική δόμηση και εμβαθύνοντας αιχμηρά στη σκοτεινότητα των καταστάσεων. Ο νατουραλιστικός φακός της σκηνοθέτιδας σε συνδυασμό με την ωμότητα στην ερμηνεία της 35χρονης πρωταγωνίστριας Κάλιας από την καθηλωτική για άλλη μία φορά Δήμητρα Βλαγκοπούλου σε σημεία ανατριχιάζει.
Armand (2024)
Γαλαξίας
Επαρκές παρελθόν με τον Ingmar Bergman ομολογώ πως δεν έχω, αλλά αυτό το μικροσκοπικό που έχω ήταν αρκετό ώστε να διαφωτίσει μερικά πλαισιακά ζητήματα εδώ. Πρόκειται για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Νορβηγού εγγονού του Bergman και της Liv Ullman, Halfdan Ullmann Tøndel, τον οποίο εύχομαι να υπήρχε άλλος τρόπος να συστήσω αλλά έτσι είναι αυτά. Το εξάχρονο αγόρι του τίτλου κατηγορείται για παραβίαση ορίων από έναν σχολικό του φίλο, γεγονός το οποίο φέρνει γονείς και στελέχη σε τυφλή αντιπαράθεση που γιγαντώνεται ολοένα και πιο αλλοπρόσαλλα με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του ιδίου. Όπως μπορεί να είναι κατανοητό, λοιπόν, το ενδιαφέρον μου για την ταινία δεν πήγαζε τόσο από το βαρύγδουπο γεγονός της προαναφερθείσας συγγένειας, αλλά ειλικρινά περισσότερο από τα λεγόμενα για την «θεαματική, εκρηκτική, καθηλωτική» κεντρική ερμηνεία της φίλης Renate Reinsve (The Worst Person in the World).
Η φίλη τα έδωσε όλα, το μόνο σίγουρο. Ίσως, βέβαια, από σκηνοθετική άποψη, αυτό δεν ήταν τόσο απαραίτητο — στη σκηνή, παραδείγματος χάρη, του ακατάπαυστου γέλιου/κλάματός της, από ένα σημείο και μετά κάθε δευτερόλεπτο περνά βασανιστικά. Υπάρχουν πολλές στιγμές όπου η ταινία φαίνεται να θέλει να υπερβεί τον εαυτό της ή να ανάγει μία υπόθεση που θα μπορούσε φαινομενικά να παράγει ένα δυνατό, συναισθηματικά φορτισμένο σε όλα τα σωστά σημεία κοινωνικό δράμα σε κάτι αόριστο και αλληγορικό, ξεφεύγοντας από τον τρέχων τόνο με ενέσεις λυρισμού και υπερρεαλισμού. Ενώ αυτή η πρόθεση είναι θεωρητικά ευπρόσδεκτη (σίγουρα θα ήταν σε πιο έμπειρα χέρια) και μερικές από αυτές τις σκηνές (της εκκωφαντικής βροχής και του επιθετικού «χορού») δουλεύουν κινηματογραφικά και σε επίπεδο συναισθηματικής απήχησης, παραφωνούν έναντι του σεναρίου και ενός τελικού έργου που δεν τις έχει κερδίσει.
I’m Still Here (2024)
Γαλαξίας
Η φετινή νικήτρια του Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης είναι από αυτές τις ταινίες που δε σε αφήνουν να στρέψεις το βλέμμα σου μακριά από την οθόνη για μισό δευτερόλεπτο — όχι απαραίτητα με την απειλή ότι θα χάσεις κάτι πολύ σημαντικό στην πλοκή, αλλά επειδή είναι απλά τόσο καθηλωτική. Το πολιτικό δράμα του Βραζιλιάνου Walter Salles παίζει ανάμεσα στα πεδία οικογενειακού δράματος και αληθινού εγκλήματος, εστιάζοντας στην ιστορία της Eunice Paiva, γυναίκα του διαφωνούντος πολιτικού Rubens Paiva ο οποίος «εξαφανίζεται» και δολοφονείται από το δικτατορικό καθεστώς στη Βραζιλία των ‘70s.
Όλα τα γρανάζια του I’m Still Here συντονίζονται σε μια άψογη απόδοση των προσδοκιών της υπόθεσης, με highlight τη χημεία μεταξύ των μελών της οικογένειας που ακτινοβολεί σπάνιο φως στον πυρήνα της (αν υπάρχει η τέλεια προσωποποίηση του όρου domestic bliss, αυτό βλέπουμε στην πρώτη πράξη της ταινίας). Η αφοπλιστική Fernanda Torres, η οποία καλείται και να καλύψει δεκαετίες στη ζωή του χαρακτήρα της, από τα μεσήλικά της χρόνια ως μητέρα έως την ύστερη πραγματικότητά της ως ακτιβίστρια, δικαιολογεί την υποψηφιότητά της για Α’ γυναικείο χωρίς σκιά αμφιβολίας.
Υ.Γ. Βλέποντας την ταινία, ανακάλεσα σε αρκετά σημεία το Say Nothing (FX), μία από τις πιο συγκλονιστικές σειρές της περσινής χρονιάς που σίγουρα προτείνω αν σου άρεσε το I’m Still Here (ή το αντίστροφο).
Βάρσος
Κηφισιά
Απλό, λακωνικό shoutout σε ένα από τα καλύτερα ιστορικά ζαχαροπλαστεία της Αθήνας γιατί κάθε φορά που μπαίνω εκεί μέσα είναι αδύνατο να βγω.
Τριαντάφυλλο στο Στήθος
Πτι Παλαί
Να ξεκινήσω λέγοντας ότι αυτή ήταν η πρώτη μου (οριακά σουρεάλ) επίσκεψη στο Πτι Παλαί, το πρώην σινεμά και τοπόσημο του Παγκρατίου που έβαλε λουκέτο το 2019 με αβέβαιες φήμες για την επικείμενη τύχη του να κυκλοφορούν κατά τη διάρκεια της πενταετούς ανακαίνισής του. Το αποτέλεσμα αυτής, εν τέλει; Ένα ζεστό, cozy θέατρο τα αποκαλυπτήρια του οποίου έγιναν τον περασμένο Οκτώβρη με το Τριαντάφυλλο στο Στήθος.
Έργο του Tennessee Williams, διασκευή και σκηνοθεσία Γιώργου Τσουρή, Μαρία Καβογιάννη και Μάκης Παπαδημητρίου. Τι μπορεί να πάει στραβά; Ανέφερα τη διασκευή; Μερικά κακόγουστα αστεία που θύμιζαν χιούμορ ελληνικής ταινίας του ‘60 σίγουρα θα μπορούσαν να λείπουν, ειδικά όταν δεν εξυπηρετούν τη συμπαθή υπόσταση του χαρακτήρα του Παπαδημητρίου (Αλβάρο) — εξαιρετικός στην απόδοση των αλλοπρόσαλλων μονολόγων του που αποτελούν απαραίτητη ένεση γέλιου κατά το δεύτερο μισό της παράστασης. Ο ρόλος της Σεραφίνας είναι περίπατος για την Καβογιάννη, ειδικά όπως την έχουμε συνηθίσει στις οθόνες μας τα τελευταία χρόνια μέσω του Maestro: ένα οικείο μητρικό αρχέτυπο ορισμένο ταυτόχρονα από τρυφερότητα και έναν εσωστρεφή πόνο.
Θετικά εκπλήσσουν η Γιάννα του Maestro Τόνια Μαράκη, καθώς και ο Μανώλης του Σασμού Στρατής Χατζησταματίου σε θεατρικό πλαίσιο, ενσαρκώνοντας το νέο ζευγάρι της ατίθασης κόρης της Σεραφίνας, Ρόζας και του χαριτωμένα αμήχανου ναύτη Τζακ.
Hard Truths (2024)
Δαναός
Νιώθω πως ίσως το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Mike Leigh μπορεί να περιγραφεί ως «τραγικωμωδία.» Υπάρχει κάτι τόσο απτό και συγκεκριμένο στη μέθοδο την οποία ο Βρετανός δημιουργός έχει χρησιμοποιήσει τόσο κατά τη θεατρική όσο και τη μετέπειτα κινηματογραφική του πορεία για να συνθέσει τις εμβληματικές προσωπογραφίες του: κοινωνικός ρεαλισμός, εξονυχιστική εστίαση στις διαπροσωπικές σχέσεις, προσεγμένος αλλά αρθρωμένος με πλήρη φυσικότητα διάλογος, κοντινά σε εκφράσεις προσώπου που συντελούν στην απόσπαση των υψηλότερων επαίνων για τους ηθοποιούς του.
Αν θυμάμαι καλά, κάπου είχα διαβάσει πως ένας κριτικός είχε πει ότι είναι αδύνατο να μπεις σε ένα λονδρέζικο λεωφορείο με αυτί μισο-συντονισμένο στις συζητήσεις τριγύρω και να μη σκεφτείς τον Leigh. Με τους χαρακτήρες και τις ιστορίες του, έχει χτίσει τη δική του σχολή στην απόδοση της Βρετανικής πραγματικότητας και ιδιαίτερα εκείνης της μεσαίας τάξης. Εφαπτόμενη στην αστική κανονικότητα του Leigh είναι πάντα η αίσθηση του χιούμορ — Βρετανικό, ανάλαφρο, ανεπιτήδευτο. Κάτω από τον πάτο της, ωστόσο, σιγοβράζει βαθύ πάθος και δράμα έτοιμο να ξεχειλίσει ανά πάσα στιγμή.
Το Hard Truths είναι άλλη μια ταινία του Mike Leigh όπου χαρακτήρες μιλούν σε δωμάτια ακολουθούμενοι από χαρακτήρες που μιλούν σε δωμάτια, αυτή τη φορά με κέντρο την Pansy, μία γυναίκα γεμάτη οργή προς τον κόσμο, κάθε αλληλεπίδραση της οποίας καταλήγει σε λογομαχία. Η οξύθυμη προσωπικότητα της Pansy την καθορίζει απλησίαστη για τον οικογενειακό της κύκλο, με το αποτέλεσμα της αυξανόμενης απελπισίας της να εντείνει τον φαύλο κύκλο αποξένωσης μεταξύ της και των κοντινών της ατόμων. Φυσικά, πίσω από το εκρηκτικό αυτό ταπεραμέντο, κρύβονται ευαισθησίες και βαθιά ριζωμένοι φόβοι, που δε βγαίνουν στην επιφάνεια παρά μόνο μέσα από φευγαλέες στιγμές γυμνής ευαλωτότητας.
Όπως συνηθίζει, ο Leigh σκιαγραφεί αυτό το πορτραίτο χωρίς δείγμα πομπώδους ή διδακτικού ύφους, αφήνοντας πολλές από τις ερωτήσεις που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της ταινίας να πλανώνται στον αέρα και μετά το πέρας της. Μοναδική, εξυπακούεται, η ερμηνεία της Marianne Jean-Baptiste σε άλλη μία συνεργασία της με τον σκηνοθέτη.
Mickey 17 (2025)
Αθήναιον
Event το comeback του Bong Joon-ho μετά από μία από τις πιο καθολικά αποκαλούμενες «αριστούργημα» ταινίες ίσως όλων των εποχών. Αν το Parasite (2019) έδωσε σε ένα ευρύ διεθνές κοινό να καταλάβει τι σημαίνει το όνομα του Νοτιοκορεάτη σε σκηνοθετικό credit, το νέο του εγχείρημα ακολουθεί τη λογική του «ίδιου αλλά διαφορετικού.» Βασισμένο στο βιβλίο του Edward Ashton Mickey7, το Mickey 17 ανακατεύει αντικαπιταλιστικό αίσθημα, επιστημονική φαντασία και το αφήγημα του γοτθικού σωσία (τρέχον trend στο σινεμά και όχι μόνο: Severance παρακάτω), παρουσιάζοντας ένα δυστοπικό σύμπαν όπου ο Robert Pattinson διαρκώς «επανεκτυπώνεται» με σκοπό την εξερεύνηση ενός πλανήτη εν δυνάμει κατάλληλου για αποικία. Περίεργα φανταστικά πλάσματα, πολιτικοί με εντελώς τυχαία ομοιότητα σε πραγματικά πρόσωπα και απροσδόκητα πολλά γκομενικά συμπεριλαμβάνονται στο πακέτο.
Δεν εκπλήσσομαι με τη διχασμένη κοινή γνώμη όταν φέρνω στο μυαλό μου τις συνεχείς τονικές μετατοπίσεις της ταινίας, η οποία περισσότερο από σάτιρα, περιπέτεια, δράμα ή μανιφέστο είναι μία slapstick κωμωδία. Μία με την οποία πέρασα πολύ καλά και ας μην ακολούθησα όλο το worldbuilding κατά γράμμα. Ο Pattinson μου πουλάει αυτόν (-ούς) τον (-ους) χαρακτήρα (-ες) φουλ και αναδεικνύεται ως υποτιμημένο υποκριτικό ταλέντο της γενιάς του (γελάω όταν σκέφτομαι την posh λονδρέζικη προφορά του σε αντιδιαστολή με την αμερικανική πολλών ρόλων του, ειδικά του συγκεκριμένου). Mark Ruffalo απολαυστικός όταν τα αστεία προσγειώνονται, αγαπημένη Toni Collette λίγο αδικημένη, Steven Yeun λίγο underused — ε, δεν μπορούμε να τα έχουμε και όλα.
Μου άρεσε το Mickey 17. Μου αρέσει περισσότερο το γεγονός ότι είμαι παρούσα σε μια εποχή που ένας Κορεάτης auteur παίρνει 120 εκατομμύρια budget από ένα αμερικανικό στούντιο για να κάνει κάτι που θα έχει κάποια σίγουρη απόδοση στο box office. Και μου αρέσει ακόμα περισσότερο, ως θεατής, να μπορώ να μιλάω για τις ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στο πιο οξύ κορεατικό και το πιο εμπορικό αγγλόφωνο έργο του.
Βερενίκη
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Μετά από αρκετή σκέψη, καταλήγω πως ίσως ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσω αυτό το blurb είναι με λιτή ειλικρίνεια: Πώς γράφω το οτιδήποτε για μία εμπειρία τόσο πρωτοφανή στα δεδομένα μου — μια εμπειρία την οποία νιώθω πως δεν έχω ακόμη το κατάλληλο λεξιλόγιο να παρουσιάσω, πόσο μάλλον να κρίνω; That’s okay. Διαβάζοντας το κείμενο του Κυριάκου Χαρίτου για τη LiFO, επιβεβαιώνω πως έργα τα οποία λειτουργούν από τη φύση τους σε τόσο ποιητικό επίπεδο χρήζουν αντίστοιχης ποίησης στη λεκτική περιγραφή τους και αυτό υποδεικνύει, χωρίς κάποια υπόνοια ελιτισμού, πως δεν είμαστε όλοι οι αρθρογράφοι για όλα.
Το point της δικής μου υπόθεσης, μάλλον είναι ότι με απασχόλησε πολύ η πιο φιλοσοφική διάσταση της θεατρικής τέχνης τον περασμένο μήνα και τίποτα δεν πλησίασε στον εύθραυστο κορμό όλων αυτών των ερωτημάτων όσο η Βερενίκη του Romeo Castellucci (προσαρμογή του Jean Racine) στην κεντρική σκηνή της Στέγης, που με τους τελετουργικούς της χορούς, τους εκκωφαντικούς θορύβους που κάνουν τους τοίχους του κτιρίου να δονούνται, τον κινηματογραφικό φωτισμό και το ομιχλώδες πέπλο-fourth wall το οποίο στο τέλος δραματικά ανατρέπει, παραδίδει τον θεατή τόσο ευάλωτο στη μαρτυρία του πνευματικού της μεγαλείου που τα όρια της πραγματικότητας θολώνουν και περιπλέκονται.
Έλλειψη δράσης, μόνο λέξεις. Α λα Samuel Beckett (κάτι σαν το Waiting for Godot), χαρακτήρες παγιδευμένοι στις λέξεις, όπως και στην απραξία τους, διορισμένη από τις «Ρώμες» του κόσμου. «Όσο πιο πολύ μιλάνε οι χαρακτήρες, τόσο περισσότερο μόνοι είναι,» δηλώνει ο Castellucci, αποκαλώντας τη Βερενίκη (το μόνο ομιλόν πρόσωπο στην προσαρμογή του) «μνημείο της μοναξιάς» — μιας μοναξιάς με αδιάψευστη σύγχρονη διάσταση. «Χρειάζεσαι ένα ακόμα μνημείο για να αντιμετωπίσεις αυτό το έργο.» Και για τη ριζοσπαστική, γενναιόδωρη, φλογερή, σπουδαία, απόλυτη1 Isabelle Huppert — πέρα από την ομολογία του σουρεάλ αισθήματος της ζωντανής παρουσίας της — τα λόγια είναι εντελώς περιττά.
Μια άλλη Θήβα
Θέατρο Κνωσός
Λοιπόν, πόσα θέλει να μας τρελάνει ο Καπουράνης; Γιατί συντονίζομαι ξαφνικά σε whodunit της νοικοκυράς στο Ertflix;
Με την ελληνική παραγωγή του Brokeback Mountain να έχει καταλάβει θέση στα θεατρικά highlights της περσινής χρονιάς, ήρθε επιτέλους η ώρα να κάνω κι εγώ catch-up με την παράσταση που έχει κρατήσει την προσοχή του αθηναϊκού κοινού εδώ και τρία έτη. Μια άλλη Θήβα, με νεύμα στον τόπο διαδραματισμού της Οιδιπόδειας τραγωδίας που αποτελεί κυριολεκτική, συνεχής αναφορά του σεναρίου. Έργο του 2013, του Γαλλο-ουρουγουανού Sergio Blanco (σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου), το οποίο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 10 γλώσσες και αγαπηθεί παγκοσμίως. Όπως και το Brokeback (αλλά και Το Πήδημα), παραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, που με επιλογές ρεπερτορίου με σύγχρονη απήχηση και πολιτική διάσταση δίνει αναζωογονητική πνοή στη θεατρική καθημερινότητα της πόλης.
Γιατί άνοιξα έτσι; Δεν έχω επιλογή παρά να σταθώ στην ξεχωριστή ερμηνεία του Δημήτρη Καπουράνη, όταν η μοναδική μου κριτική για τις παραστάσεις στις οποίες συμμετέχει φαίνεται να έχει να κάνει με κάποια σχετική ανεπάρκεια από πλευράς συμπρωταγωνιστών. Αναπόφευκτο, θα έλεγε κανείς. Στα πλαίσια της αυτομυθοπλασίας της Θήβας, όπου ένας συγγραφέας (Θάνος Λέκκας) συνομιλεί στη φυλακή με τον εικοσάχρονο πατροκτόνο Μαρτίν με σκοπό να γράψει μια παράσταση για την ιστορία του, καλείται να ενσαρκώσει δύο ρόλους: του Μαρτίν και του ηθοποιού που πρόκειται να τον αντιπροσωπεύσει στην εν λόγω παράσταση, Φεδερίκο. Η απαίτηση είναι η ακατάπαυστη εναλλαγή της συνθήκης πάνω στη σκηνή, την οποία ο Καπουράνης επιτυγχάνει με φωνητικές και κινησιολογικές διαφοροποιήσεις που ανατριχιάζουν — αν η στιγμή που μεταμορφώνεται από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο ενώ τραγουδά σας λέει κάτι.
Run, don’t walk, λέω σε όσους δεν έχουν προλάβει έως τώρα να τσεκάρουν τη Θήβα (συνεχίζεται για λίγες παραστάσεις ακόμα το Μάιο και ύστερα ολοκληρώνει τον κύκλο της με περιοδεία), ενώ στην είδηση ότι μία από τις επόμενες θεατρικές του δουλειές είναι το Cleansed της Sarah Kane, κάθομαι ήδη στη μπροστινή σειρά. Υπάλληλοι του θεάτρου μου λένε να φύγω γιατί «δεν είναι του χρόνου ακόμη,» αλλά φοβάμαι πως είμαι απλά πολύ καθισμένη.
Lisa Athens
Κυψέλη
Η Κυψέλη είναι από τις περιοχές της Αθήνας που όποτε με βγάζει ο δρόμος εκεί, αναρωτιέμαι γιατί δε με βγάζει συχνότερα. Μία νέα προσθήκη για μένα στη λίστα με τις καλύτερες πιτσαρίες της πόλης, το Lisa Athens στην αρχή της Φωκίωνος Νέγρη τελειοποιεί το συνδυασμό laidback vibe και καλού φαγητού που ελκύει παντός είδους κοινό. Προτιμήστε εσωτερικό τραπέζι με ελεύθερη θέα στους ειδικούς φούρνους του χώρου προετοιμασίας και δοκιμάστε τη Lisa’s Order με ένα ποτήρι «Μιας Πεταλούδας Τίναγμα» και τιραμισού για το τελείωμα.
→ Ξεχώρισαν από Ταινίες πλην των Προβολών (Πρώτες Θεάσεις):
Περιορίζω λίγο τη λίστα αυτού του section, εφόσον μερικές από τις ξεχωριστές πρώτες θεάσεις του μήνα αναφέρθηκαν ήδη στο ευρύτερο πλαίσιο των προβολών — Atlantics (2019), Park (2016) — και άλλες αναφέρονται παρακάτω, σε αντίστοιχο πλαίσιο σειρών — Twin Peaks: Fire Walk with Me (1992), Boiling Point (2021), Attenberg (2010).
I Dream in Another Language (2017) dir. Ernesto Contreras | Cinobo [ Πρόλαβα αυτή την ταινία λίγο πριν κατέβει από την πλατφόρμα οπότε, όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι πια στο Cinobo. Αναζητήστε τη, παρόλα αυτά. Σπίθες υπεροχής ακόμα και αν το τελικό αποτέλεσμα τείνει προς κάποιους συναισθηματισμούς. ]
Passages (2023) dir. Ira Sachs | Cosmote TV [ Πριν τους Challengers του Guadagnino, είχαμε και αυτούς εδώ. Θεόσταλτο καστ Franz Rogowski, Adèle Exarchopoulos και Ben Whishaw σε ερωτικό τρίγωνο fluid σεξουαλικότητας με διάθεση εκσυγχρονισμένου French New Wave (αχνοφαίνεται ένα Le Bonheur if you squint). Η κόκκινη, σατέν ρόμπα του Whishaw νομίζω θα μείνει μαζί μου για πάντα. ]
Bend It Like Beckham (2002) dir. Gurinder Chadha | Cinobo [ Perfect movie. Αυτά. ]
Girls Will Be Girls (2024) dir. Shuchi Talati | Cinobo [ Την ίδια χρονιά που η Kani Kusruti έκανε το All We Imagine as Light (σε ρόλο παρόμοιων προδιαγραφών) βγήκε και αυτό εδώ το διαμάντι, ένα coming-of-age drama με gothic στοιχεία που δύσκολα πιστεύεις ότι είναι το ντεμπούτο της σκηνοθέτιδας. ]
Original Cast Album: Company (1970) dir. D.A. Pennebaker [ Ένα 50λεπτο φιλμ του γνωστού ντοκιμαντερίστα. Λαμβάνει τόπο κατά τη διάρκεια των στουντιακών ηχογραφήσεων του επίσημου δίσκου του μιούζικαλ Company του Stephen Sondheim, όπου θίασος και συντελεστές φτάνουν στα όριά τους για ένα άψογο αποτέλεσμα. ]
Godland (2022) dir. Hlynur Pálmason | Cinobo [ Η προαναφερθείσα Annie Baker έστρεψε την προσοχή μου σε αυτή την ταινία, λόγω της κοινής DP ανάμεσά της και του Janet Planet. Ένα έπος για τη μάχη κυριαρχίας ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο με πλάνα που προκαλούν απόλυτο δέος. ]
→ Ξεχώρισαν από Σειρές:
Επαναθέαση:
Twin Peaks (1990-1992) | Cosmote TV
Είχα σημειώσει στο προηγούμενο post ότι μάλλον θα μιλήσουμε για Twin Peaks σε αυτή τη λίστα, εφόσον το Lynch kick καλά κρατεί από τον Ιανουάριο. Στις αρχές του Μάρτη ήμουν τόσο locked in σε αυτή την επαναθέαση που δεν είδα ταινία για μια ολόκληρη εβδομάδα (σοκ.) Αν ένα έργο, όμως, παντρεύει τον κινηματογράφο και την τηλεόραση με τρόπο εμβληματικό, αυτό είναι το σύντομο ξεστράτισμα του David Lynch στη μικρή οθόνη (το οποίο σήμερα, μάλιστα, επίσημα συμπληρώνει 35 χρόνια από την πρεμιέρα του): ένα ομιχλώδες, ατμοσφαιρικό whodunit τοποθετημένο στην ομώνυμη φανταστική κωμόπολη, για το οποίο η δομή μυστηρίου δεν είναι παρά ένα όχημα προς φύσει αφηρημένες ιδέες σχετικά με τον τρόμο, τη βία κατά των γυναικών και τους μύθους της μικροαστικής ζωής.
Σε δεύτερη επίσκεψη (σχεδόν οχτώ χρόνια μετά την πρώτη μου θέαση την οποία μισο-θυμάμαι σαν περασμένο… όνειρο), νιώθω πως η σειρά καθώς και η prequel ταινία του 1992 Fire Walk with Me αποκαλύπτονται πολύ πιο ξεκάθαρα όσον αφορά τα μηνύματα στην καρδιά τους. Μέσα στην αλλοπροσαλοσύνη τους, και την κατακριμένη τους, ωμή απεικόνιση γυναικείων παθών και θανάτου ακόμα, τα έργα αυτά μοιάζουν να κατανοούν ένα μυστικό για την έμφυλη βία που μπορεί να συλληφθεί μονάχα μέσω της ιδιαίτερης προσέγγισης του Lynch. Κάθε θέαση επιβεβαιώνει πως η Laura Palmer, όπως ο δημιουργός που τόσο την αγάπησε, είναι μια φιγούρα αθάνατη.
Πρώτες Θεάσεις:
Severance (2022–) | Apple TV
Με τη δεύτερη σεζόν να έχει φτάσει στο τέλος της, μιλάω επιτέλους για Severance, το νέο money maker του Apple TV που πραγματεύεται αιτίες και συνέπειες της ομώνυμης φανταστικής διαδικασίας εγκεφαλικού διαχωρισμού εαυτών μεταξύ δουλειάς και σπιτιού.
Έχω να πω πράγματα με τα οποία οι Redditors δε θα βαϊμπάρουν και πολύ. Να παραπέμψω, αρχικά, τους ενδιαφερόμενους στην αναλυτική μορφή αυτής της κριτικής, ένα άρθρο που ανέβηκε πρόσφατα το οποίο αντιδιαστέλλει το Severance και το προαναφερθέν Twin Peaks με άξονα τις διαφορετικές προσεγγίσεις τους απέναντι στο μυστήριο. Θεωρώ πως η σύγκριση αυτή φτάνει αρκετά άμεσα στην ουσία του πράγματος, η οποία έχει να κάνει με τη συνειδητοποίησή μου ότι δεν περνάω καλά με τα κουτιά μυστηρίου που λειτουργούν υπό μαθηματικούς όρους και αποκλειστικότητα.
Από τον πρώτο κύκλο της σειράς, είχα βρει τον εαυτό μου να δυσανασχετεί με την εξέλιξή της σε ολοένα και πιο τεχνικό μυστήριο, παρατηρώντας έναν σταδιακό παραγκωνισμό του περίπλοκου συναισθηματισμού στον πυρήνα της υπόθεσής της. Πέρα από την αποδοχή ότι ο Dan Erickson (δημιουργός) και ο Ben Stiller (παραγωγός) δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πράγματα που ενδιαφέρουν εμένα ως θεατή και άλλα προσωπικά παράπονα όπως μη λειτουργικό χιούμορ και παλιομοδίτικες θεματικές, στη δεύτερη σεζόν η διόγκωση του παζλ μοιάζει να δυσχεραίνει τη δραματουργία σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, με αποτέλεσμα παράφωνες αλληλεπιδράσεις χαρακτήρων και ολόκληρα επεισόδια που αποτελούν δύσκολη εμπειρία θέασης (βλέπε 8).
Το Severance είναι μια σειρά οπτικά άρτια και ατμοσφαιρικά απαράμιλλη που κατά το μεγαλύτερο μέρος της κυνηγά την ουρά της. Όταν δίνει απαντήσεις και προτάσσει το φιλοσοφικό της ποιόν, απελευθερώνει σπίθες ιδιοφυίας (βλέπε 10), όμως το ταξίδι προς αυτούς τους προορισμούς πιο συχνά κουράζει απ’ότι ανταμείβει επαρκώς.
Adolescence (2025) | Netflix
Κρίνω ήδη ενδιαφέρον το γεγονός ότι Armand και Μια άλλη Θήβα κατέληξαν στο ίδιο post. Το νέο sensation του Netflix, Adolescence, έρχεται να συμπληρώσει ένα μοτίβο που αν κάτι θέλει να μας πει είναι ότι the kids — και συγκεκριμένα τα έφηβα αγόρια — aren’t alright. Δε θα σταθώ ιδιαίτερα στο σενάριο, εφόσον δε θα ήταν ρεαλιστικό να υποθέσω πως υπάρχουν ακόμη άτομα εκεί έξω που δεν έχουν υποκύψει στο talk of the town, ειδικά όταν η όλη διαδικασία κοστίζει μόνο τέσσερις ώρες. Θα σταθώ, ωστόσο, στο ότι οι τέσσερις αυτές ώρες, για το Adolescence, σημαίνουν τέσσερα κλικ της κάμερας. Όσο και να διίστανται οι απόψεις σε σχέση με το αν το μονοπλάνο έχει παραφορεθεί σαν gimmick, θεωρώ πως η σειρά επιτυγχάνει στο να αποδείξει ότι η εφαρμογή του στο πλαίσιό της αποτελεί μία από τις πιο δικαιολογημένες, σεναριακά, χρήσεις του τρικ: μία επιλογή που εισάγει πλήρως τον θεατή στην οδυνηρή εσωτερική ένταση που βιώνουν οι χαρακτήρες, υπογραμμίζοντας τον σκοπό του κοινωνικού ρεαλισμού.
Ειδήμων στον τελευταίο, ο Stephen Graham βρίσκεται εδώ με ερμηνευτικό και δημιουργικό credit, ενώ τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο έμπειρος στο μονοπλάνο Philip Barantini — ντουέτο που είχε συνεργαστεί και στο Boiling Point του 2021 (το οποίο κατ’εμέ καπελώνεται πλήρως από το επεισόδιο 7 της πρώτης σεζόν του The Bear, για να πω την αλήθεια μου). Όπως και να ‘χει, η αληθινή δύναμη του Adolescence περιέχεται στην πρόταση ότι στην εποχή του αλγορίθμου, ο αντίκτυπος του παράγοντα οικογένεια στην ανατροφή ενός παιδιού μπορεί να είναι μηδαμινός — ιδέα που αγγίζει μία τρομακτική νοητή περιοχή, ακόμη ανεξερεύνητη στη συλλογική συνείδηση.
The Pitt (2025–) | Max
Υπό κανονικές συνθήκες, θα περίμενα να ολοκληρωθεί ο κύκλος για να μπλογκάρω για μια σειρά, έχοντας, όμως, δει 10 επεισόδια μέσα σε τρεις μέρες, οφείλω να κάνω μια εξαίρεση εδώ. Αν μου έλεγε κανείς πριν λίγα χρόνια ότι θα κολλούσα με ιατρικό διαδικαστικό στα ώριμα 25 μου θα γέλαγα, αλλά εδώ με έχει φέρει η ζωή. Δεν υπήρξα ποτέ φαν του είδους — Grey’s Anatomy, House και ό,τι άλλο έχει φιλοξενήσει η ελληνική τηλεόραση κατά καιρούς δε με τράβηξαν ούτε για πλάκα — και, ως άτομο που λιποθυμά στη σκέψη ακόμα και των πιο γαλήνιων νοσοκομειακών χώρων, δε θεώρησα πως θα γινόμουν και ποτέ. Το The Pitt (όπως το ιστορικό mid-‘90s ξαδέρφι του ER με το οποίο μοιράζεται συντελεστές) διαδραματίζεται στα επείγοντα of all places. Και είμαι obsessed.
Obsessed, φυσικά, όχι με την κλασική έννοια «έχω επενδύσει στους χαρακτήρες και περιμένω τα twists,» πράγμα αδύνατο δεδομένης της αρχιτεκτονικής της σειράς. Κάθε επεισόδιο του Pitt διηγείται μία ώρα μίας βάρδιας στο Pittsburgh Trauma Medical Hospital σε σχεδόν πραγματικό χρόνο (δεν μιλάμε για κατάσταση Adolescence εδώ καθώς δε λείπει το μοντάζ) και σου πετάει κυριολεκτικά everything everywhere all at once. Οι συνεχείς εξάρσεις αδρεναλίνης δεν αφήνουν χρόνο για ανάσα, πόσο μάλλον για τα τυπικά σαπουνοπερικά δρώμενα άλλων ιατρικών διαδικαστικών. Ακαταλαβίστικες ορολογίες πέφτουν βροχή. Τα περιστατικά διαδέχονται το ένα το άλλο και διασταυρώνονται ασταμάτητα με τρόπο που θυμίζει περισσότερο ταινία Linklater παρά Grey’s. Ένα οργανωμένο χάος που μόνο κλιμακώνεται, με το διαρκές στρες, όμως, να απαλύνεται από το ζεστό, comfort αίσθημα του ηρωισμού ως θεματική.
Σε όλα τα παραπάνω φαντάζομαι αναφέρονται οι άνθρωποι του επαγγέλματος που το αποκαλούν την πιο ρεαλιστική απεικόνιση επειγόντων στην οθόνη. Και αυτός ακριβώς ο (σκηνοθετημένος ναι μεν) ρεαλισμός είναι που συνθέτει τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της σειράς, δίνοντας έμφαση, αν μη τι άλλο, στο φυσικό δράμα της πραγματικής ζωής. Αυτό δε σημαίνει, εννοείται, πως λείπει η δραματουργία. Ανάμεσα στα στελέχη (main cast) νεοσύλλεκτων και βετεράνων, σύνδρομα ανωτερότητας, ρομαντικά παρελθόντα, κόντρες, ακόμα και μυστικές παρανομίες αποκαλύπτονται οργανικά και με δεξιοτεχνικές ερμηνείες, ενώ ύστερα γεγονότα κοχλάζουν από τα πρώτα επεισόδια.
Obsessed, λοιπόν, με την έννοια ότι εντελώς παραδόξως θέλω να βρίσκομαι στο περιβάλλον στο οποίο το Pitt με εντάσσει τόσο ολιστικά συνέχεια. Γελάω, κλαίω, γρατζουνάω τον τοίχο. Δεν μπορεί το μυαλό μου να συλλάβει γιατί δε βγήκε αυτή η σειρά ως binge drop — κάθε φορά που τελειώνει ένα επεισόδιο αδυνατώ να πιστέψω πως δεν έχω άλλα 25 στη διάθεσή μου.
Υ.Γ. Το 12 αδιαμφισβήτητα ανάμεσα στα καλύτερα επεισόδια της χρονιάς.
This Is Going to Hurt (2022) | Cinobo
Ladies and gentlemen, once again, Ben Whishaw! Επισήμως στη λίστα των ηθοποιών που αποκαλώ κοντινούς προσωπικούς μου φίλους και ας μην ξέρουν ότι υπάρχω. Σε μία από τις πιο πρόσφατες τηλεοπτικές του δουλειές — πριν σαγηνεύσει το κοινό του Netflix ως συμπρωταγωνιστής της Keira Knightley στο κατασκοπικό θρίλερ Black Doves των περασμένων Χριστουγέννων — ο ταλαντούχος Βρετανός ερμηνεύει τον Adam Kay, γυναικολόγο και μαιευτήρα στα απομνημονεύματα του οποίου βασίζεται η σειρά This Is Going to Hurt.
Μιλάμε, λοιπόν, για άλλο ένα ιατρικό διαδικαστικό, παρόλα αυτά τονικά και θεματικά απομακρυσμένο από κάτι σαν το Pitt — και αν μη τι άλλο, ενδεχομένως πιο κοντά στο Adolescence όσον αφορά το στοιχείο του κοινωνικού ρεαλισμού και πολιτικού σχολιασμού α λα φιλμογραφία Steven Graham. Στο This Is Going to Hurt, η διείσδυση στην προσωπική ζωή του Adam είναι πρωταρχικής δραματουργικής σημασίας, εικονογραφώντας, σε συνδυασμό με τον βρετανικό κυνισμό που διακατέχει το σενάριο, το πορτραίτο ενός γιατρού που απαρνείται τον τίτλο του «ήρωα» καθώς έρχεται αντιμέτωπος με τη σκοτεινή πραγματικότητα του συστήματος και τον αντίκτυπο της επαγγελματικής του καθημερινότητας σε ζητήματα σχέσεων.
Πέρα από τον Whishaw, δίνει εξαιρετικό performance η Ambika Mod που πολλοί γνωρίσαμε μέσω του περσινού One Day του Netflix.
Trigonometry (2020) | Cinobo
Ακόμη προσπαθώ να επεξεργαστώ την τυχαία πληροφορία που ανακάλυψα πριν κάτι εβδομάδες ότι η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη είναι η Cousin from Greece στο Slacker (1990) του Linklater (πραγματικά αν είχα ένα ευρώ για κάθε φορά που τον έχω αναφέρει κι αυτόν σε αυτή τη στήλη), που όταν το είδα για πρώτη φορά κυριολεκτικά αναρωτήθηκα πού τη βρήκαν αυτή. Μαθαίνοντας ότι η Τσαγγάρη πήρε το MFA της στη σκηνοθεσία από το University of Texas στο Austin (πόλη διαμονής του Linklater όπου διαδραματίζεται το Slacker), όλα βγάζουν λίγο περισσότερο νόημα, όπως και ο μετέπειτα μικρός ρόλος της στο Before Midnight (2013) του ίδιου, παρέα φυσικά με την Ariane Labed.
Πολλές οι διασταυρώσεις ανάμεσα στην Τσαγγάρη και την ελληνογαλλίδα Labed, και οι δύο κομβικά πρόσωπα του ευρύτερου λανθιμικού σύμπαντος, με το Attenberg (2010) της Τσαγγάρη (ένα μετα-κυνοδοντικό coming of age δράμα όπου κάθε γραμμή διαλόγου είναι intrusive thought) να αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς της μακροχρόνιας συνεργασίας τους. Για τους μη-λανθιμικούς, τη Labed πρόσφατα είδαμε ως ώριμη Zsófia στον επίλογο του Brutalist (2024), ενώ μπορεί να έχει πάρει το μάτι σας το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο της September Says στα προγράμματα των σινεμά αυτές τις μέρες.
Συμπαθώ τη Labed σαν ηθοποιό — σαφώς, διακατέχεται από μια μονοτονία η οποία πολλές φορές λειτουργεί και άλλες όχι. Στο Trigonometry, τη lockdown-era σειρά σκηνοθετημένη από την Τσαγγάρη σε σενάριο Duncan Macmillan και Effie Woods, ο πρωταγωνιστικός της ρόλος είναι η άγκυρα, ή αλλιώς, η αδιάψευστη πιο οξεία γωνία του titular τριγώνου, ανεξαρτήτως της (σεβαστής) πεποιθήσεως της ίδιας της σειράς που επιθυμεί να το μεταχειριστεί ως ισόπλευρο. Καθώς οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες επιχειρούν να εξερευνήσουν αν και πώς μπορεί να δουλέψει το polyamory με φόντο ένα Λονδίνο της κρίσης του κόστους ζωής, προκλήσεις και εύλογα ερωτήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, αναζωπυρώνοντας διαρκώς τη δραματουργική ένταση, ωστόσο κάπως ασπόνδυλα.
Ίσως είναι πταίσμα του ανεπαρκούς σεναρίου, ίσως απόρροια της ελλιπούς υποκριτικής χημείας μεταξύ του καστ, πιθανότατα κάτι και από τα δύο. Παρότι η σειρά αποκαλύπτει πτυχές του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, οι χαρακτήρες του Trigonometry μοιάζουν να στερούνται υπόστασης εκτός της μεταξύ τους σχέσης, όχι απαραίτητα όσον αφορά την εξέλιξή τους ως ήρωες μυθοπλασίας αλλά ως πολυδιάστατα άτομα τα οποία πιστευτά οδηγούν καταστάσεις. Μια σειρά που αποτελεί ικανοποιητικό polyamory 101 και conversation starter, η οποία όμως βασίζεται σε αναμενόμενα, στερεοτυπικά tropes για να πει όσα θέλει.
→ Playlist του Μήνα:
Αυτή και η Βίσση είναι.